Παρασκευή 29 Ιανουαρίου 2010

"Γλώσσα και εθνική ιδεολογία" (από τη βιβλιοκριτική του Αλέξη Πολίτη)

Από τη στιγμή που η δημοτική κέρδισε στο πεδίο της λογοτεχνίας, ο μελλοντικός νικητής μπορούσε να προβλεφθεί. Συνήθως όμως παραβλέπουμε το εντυπωσιακό -και παράλογο-, δηλαδή την απίστευτη αντοχή της καθαρεύουσας: οι Νεοέλληνες έμοιαζαν με «τον άνθρωπο που βάλθηκε στα καλά καθούμενα να κόψει τα δυο γερά του πόδια για να βάλει ξύλινα» (όπως έγραφε το 1929 ο Γιάννης Αποστολάκης): προτιμούσαν την καθαρεύουσα στη συντριπτική τους πλειονότητα.

Το βάρος της αρχαίας κληρονομιάς και πάλι, αλλά κοντά σ' αυτήν και κάτι ακόμα: η χρήση της δημοτικής σήμαινε τη νίκη του δήμου, των πολλών, και οι πολλοί -σωστότερα, όλοι μας- δύσκολα μπορούμε να παραδεχτούμε πως δεν ανήκουμε στους λίγους, στους εκλεκτούς. Ένα εξωτερικό, τεχνητό μα ευδιάκριτο σημάδι, είναι πάντα πιο εύκολο ν' αποκτηθεί από την εσωτερική καλλιέργεια του λόγου. Από την άποψη αυτή το πιο εντυπωσιακό κεφάλαιο του βιβλίου του Πίτερ Μάκριτζ είναι ο «Επίλογος», τα μετά το 1976.

Ίσως να υπάρχουν και αναγνώστες που θα τον διαβάσουν «για να μάθουν» - όμως οι περισσότεροι, ακόμα και οι νεότεροι, τα έχουμε ζήσει όλα σχεδόν όσα αποτυπώνονται στις 25 σελίδες του. Τα έχουμε ζήσει - αλλά ίσως δεν τα έχουμε σκεφτεί· δεν αναλογιζόμαστε δηλαδή πως βρισκόμαστε ακόμα στη στενωπό της διγλωσσίας: επιβιώνουν έως σήμερα οι ανοησίες ότι υπόβαθρο μιας καλής γνώσης της σημερινής γλώσσας είναι η τριβή με την αρχαία, ότι σιγά-σιγά αφελληνιζόμαστε και χάνουμε τη συνείδησή μας, ότι χάρη στην ιστορία της η γλώσσα μας είναι πλουσιότερη -ε, και καλύτερη, δεν μπορεί!- από τις άλλες. Όλο το βιβλίο χρειάζεται να μεταφραστεί, αλλά ο «Επίλογος» καλό θα ήταν να μπει και στα «Νεοελληνικά αναγνώσματα» του σχολείου.

Ότι οι συστηματικές προσπάθειες δύο χιλιάδων χρόνων να υποκαταστήσουμε το έμφυτο γλωσσικό αίσθημα από λεξικά και γραμματικές έχει συμβάλει στην κακοποίηση των εκφραστικών μας ικανοτήτων είναι σίγουρο. Όχι βέβαια επειδή πια ο μέσος μαθητής είναι ανορθόγραφος ή δεν μπορεί να διαβάσει Παπαδιαμάντη ή Ροΐδη στο πρωτότυπο, παρά, αντίθετα, επειδή πολλοί -για να μην πω όλοι- φοβόμαστε να εκφραστούμε φυσιολογικά, μπας και μας ξεφύγει κανένα λάθος, με αποτέλεσμα να μην οδηγεί τον λόγο μας ένα ισχυρό και καλλιεργημένο γλωσσικό αισθητήριο, να μη μας ενδιαφέρει το ύφος, αλλά το «ορθόν». (Ας ρίξουν, όσοι το αμφισβητούν, μια ματιά στις πωλήσεις και τις διαφημίσεις των κάθε είδους «λεξικών»).


Αλέξης Πολίτης,

Πέμπτη 28 Ιανουαρίου 2010

Ο Ίων Δραγούμης στο "Νουμά" (Ίων Δραγούμης)

Μα τι έκαναν οι άλλοι λαοί για να συμπληρώσουν την επιστήμη και να δημιουργήσουν τέχνη; Μεταχειρίστηκαν ένα όργανο. Δεν είπαν πως επειδή οι πρώτοι αληθινοί επιστήμονες και οι πρώτοι τέλειοι τεχνίτες μεταχειρίζονταν όργανο την ελληνική γλώσσα (ή το ελληνικό μάρμαρο) γι’ αυτό είναι ανάγκη κι αυτοί να μεταχειριστούν το ίδιο όργανο και να φτάσουν στο ίδιο αποτέλεσμα. Όχι. Είπαν οι λαοί, ο καθένας χωριστά και με το νου του, θα συμπληρώσουμε ατέλειωτα την επιστήμη και θα πλάθουμε τέχνη με ό,τι όργανο έχουμε μείς. Εμείς έχουμε όργανο μια γλώσσα, τη δική μας γλώσσα. Κουτσή στραβή, αυτήν έχουμε και αυτή θα μεταχειριστούμε. Την τελειότητα στην τέχνη, και τη σωστή παρατήρηση στις επιστήμες, τα έδωσε στους Έλληνες εκείνους όχι η γλώσσα τους, αφού η γλώσσα είναι όργανο μονάχα και τίποτε άλλο, τους τα έδωσε το πνεύμα, ο νους των, το μυαλό. Με μυαλό και μεις, και με μια γλώσσα που την ξέρουμε καλά, με την γλώσσα που την ξέρουμε ίσα ίσα καλύτερα από κάθε άλλη επειδή είναι δική μας, μ’ αυτή τη γλώσσα θα σπουδάσουμε επιστήμες και θα πλάθουμε τέχνες. Το είπαν και το έκαναν.

Στην αρχή είχαν κι αυτοί κάποιες αμφιβολίες, γιατί δεν τα είχαν καλά καλά ξεκαθαρισμένα τα πράγματα στο μυαλό τους, και προσπαθούσαν, με μια γλώσσα πεθαμένη – τη λατινική, που μέσον αυτής εγνώρισαν και θαύμασαν την ελληνική αρχαιότητα – να κάνουν τη δουλειά τους. Μα γρήγορα είδαν πως τίποτα δε βγαίνει με το σύστημα αυτό. Και είπαν. είναι άσκοπο και περιττό να ξεθάφτουμε πεθαμένες λαλιές για να κάνουμε μ’ αυτές ζωντανά έργα. Η δική μας η γλώσσα σιγά σιγά πρέπει να γίνει και θα γίνει άξια για να εκφράσει ό,τι έχουμε στο νου μας. Μόνο με τη γλώσσα που αντιπροσωπεύει σωστότερα από κάθε άλλη τα νοήματά μας, μ’ αυτήν και όχι με άλλη θα εκφράσουμε καλύτερα εκείνο που θέλουμε. Μόνον αυτή είναι ολότελα ταιριασμένη με τη δική μας σκέψη, δηλαδή με τα τωρινά ζωντανά πράματα.

Και έτσι ο καθένας μεταχειρίστηκε τη γλώσσα που μιλούσε. Μ’ αυτήν έγραψε, μ’ αυτήν δίδαξε στο σκολειό, μ’ αυτήν μίλησε στη βουλή κλπ, κλπ. Και πέρασαν αιώνες. Και δούλεψαν και δουλεύουν και έπλασαν και πλάθουν, και αφήνουν τη γλώσσα τους να τρέχει και ζουν και βασιλεύουν.

Και στους αιώνες αυτούς που πέρασαν, τι έκανε το έθνος το ελληνικό;

Θαμπωμένο από την αίγλη των έργων των προγόνων του που αναφέραμε, δεν πρόφτασε να εξετάσει και να ξεκαθαρίσει τα πράματα, δεν κατάφερε να καλοστοχαστεί και είπε: «Η γλώσσα των προγόνων, αυτή ήταν έξοχη, αφού σ’ αυτήν εγράφτηκαν τα έξοχα τα έργα, που ο κόσμος αντιλαλεί εξαιτίας τους και που μας ακόμα μας περιχύνουν με τέτοια φεγγοβολή!» είπε και θαύμασε! Και ήταν μονάχα σα να έλεγε: «Το μάρμαρο των προγόνων (δηλαδή το μάρμαρο της Πεντέλης και της Πάρος), αυτό ήταν έξοχο, αφού μ’ αυτό έγιναν τα έξοχα τα έργα, οι ναοί, τα αγάλματα, τα ανάγλυφα». Και είπε και στη συνέχεια: «Φυρί φυρί θα γράψω εκείνη τη γλώσσα, έτσι θα γίνω και ‘γω κάτι και θ’ ακουστεί και το δικό μου τ’ όνομα στον κόσμο, σαν εκείνων».


Ίων Δραγούμης, Στρατός και άλλα, Νουμάς, 1909

Παρασκευή 22 Ιανουαρίου 2010

Η Ρένα Σταυρίδη-Πατρικίου για τη γλώσσα και τις εκπαιδευτικές μεταρρυθμίσεις

Οι πρόσφατες μεταρρυθμίσεις (απάλειψη της γλωσσικής διάταξης από το Σύνταγμα του 1974, θεσμοθέτηση της διδασκαλίας της δημοτικής σε όλες τις βαθμίδες, καθιέρωση του μονοτονικού συστήματος, κ.ο.κ) θέτουν τέρμα στην ανατρεπτική διάσταση του συμβόλου. Οι γενικότερες συγκυρίες αλλάζουν και η διαλεκτική σχέση εθνικού-κοινωνικού μεταστρέφεται. Ο κοινωνικοπολιτικός συμβολισμός της γλώσσας υποχωρεί. Και η γλώσσα ως όχημα, με το ποικίλο, όπως είδαμε, φορτίο που μεταφέρει, έρχεται να εξυπηρετήσει τώρα την αντιμετώπιση μιας άλλης κρίσης, όχι καινούργιας, η οποία έχει σχέση με τα συνειδησιακά δεδομένα που ανέφερα στην αρχή.

Όπως και μετά τους Βαλκανικούς πολέμους και τη δημιουργία νέων συνθηκών εθνικής ζωής, έτσι και τώρα υπάρχει ένα ζήτημα επαναπροσδιορισμού της συνομιλίας της Ελλάδας με την Ευρώπη. Το αρχετυπικό δίλημμα Ανατολή/ Δύση οδηγούσε τότε, αλλά εν πολλοίς οδηγεί και σήμερα, στην αναζήτηση μιας εθνικής ιδιαιτερότητας, που θα κάλυπτε την όποια αδυναμία της ελληνικής πλευράς και θα εξασφάλιζε την ισότιμη επικοινωνία με το ηγεμονικό δυτικό περιβάλλον. Έτσι, η επικοινωνία αυτή γινόταν μέσα από ένα λόγο ο οποίος δήλωνε μόνιμα πως το εθνικό υποκείμενο είναι κάποιο άλλο: είτε η Αρχαία Ελλάδα είτε η Βυζαντινή Αυτοκρατορία.

Ο ρόλος της γλώσσας στη διολίσθηση προς την παγίδα αυτή είναι μεγάλος: οι σημερινοί κυρίαρχοι ευρωπαϊκοί πολιτισμοί έχουν αφομοιώσει, έχουν κάνει δικά τους συστατικά στοιχεία, και τον αρχαιοελληνικό και τον βυζαντινό πολιτισμό` και ενδιαφέρονται γι' αυτούς ακριβώς επειδή οι πολιτισμοί τούτοι αποτελούν ουσιώδεις συντελεστές του ευρωπαϊκού πολιτισμού, και όχι επειδή έχουν συντηρηθεί και επιβιώνουν μέσα στον νεοελληνικό πολιτισμό. Το γλωσσικό όργανο που συνιστά την απόδειξη της σύνδεσης του νέου ελληνισμού με τον αρχαίο δημιουργεί την εντύπωση μιας ισοτιμίας μέσω γλώσσας και μπορεί να ξεγελάσει και να οδηγήσει σε σύγχυση ως προς την πολιτιστική παραγωγή που εξάγεται και τίθεται σε κυκλοφορία: αυτό που εξάγεται και ανταλλάσσεται είναι το πολιτιστικό προϊόν και όχι η γλώσσα. Η γλώσσα είναι όχημα που ταξιδεύει χιλιοφορτωμένο από πραγματικότητες αλλά και από φαντασιώσεις και ιδεολογήματα.
Ρένα Σταυρίδη – Πατρικίου, Γλώσσα, Εκπαίδευση και Πολιτική, Αθήνα: Ολκός, σελ. 184-185



Σε όλες ανεξαιρέτως τις εκπαιδευτικές μεταρρυθμίσεις (1913, 1929, 1964, 1975), ακόμα και στις πιο πρόσφατες, η συστηματική αντίδραση που σημειωνόταν εκ μέρους σημαντικών θεσμικών φορέων, όπως της Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών αλλά και ενός μέρους της κοινωνίας απέναντι σε προτεινόμενες εκπαιδευτικές καινοτομίες αφορούσε πάντα δύο τομείς: το βιβλίο της Ιστορίας και τη μετάφραση των αρχαίων.

Παραθέτω δύο μόνο παραδείγματα, με μεγάλη χρονική απόσταση μεταξύ τους, στα οποία είναι φανερά τα εξής: η αποδοχή ως αυτονόητου του πλέγματος του εθνικού με το θρησκευτικό, η αποδοχή αυτού του πλέγματος ως θεμέλιου της ελληνικής υπόστασης και ο φόβος της αλλοτρίωσης αυτού του θεμελίου από οποιαδήποτε νεωτερική μεταβολή.

Το πρώτο: το 1914 η Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών υπέβαλε στην κυβέρνηση ένα υπόμνημα με αφορμή τα εκπαιδευτικά νομοσχέδια που είχαν κατατεθεί στη Βουλή το 1913. Ο συντάκτης του υπομνήματος, αφού διαπιστώσει ότι με τα νομοσχέδια «καταφέρεται δεινόν πλήγμα κατά της διδασκαλίας της αρχαίας ελληνικής γλώσσης», καταλήγει: «Ενί λόγω, άνευ διδασκαλίας των αρχαίων ελληνικών κινδυνεύει να υποσκαφή αυτή η κρηπίς της εθνικής και θρησκευτικής του ελληνικού λαού διαπαιδαγωγήσεως».

Το δεύτερο παράδειγμα αντλείται από την εκπαιδευτική μεταρρύθμιση του 1964, η οποία εισήγαγε, όπως είναι γνωστό, τη διδασκαλία των Αρχαίων στο Γυμνάσιο από μετάφραση και ενέταξε στη σχολική ύλη νέα διδακτικά βιβλία ιστορίας. Η διδασκαλία από μετάφραση θεωρήθηκε από τους πολέμιους της μεταρρύθμισης, όπως χαρακτηριστικά τόνιζε ο Κ. Γεωργούλης, «έκφρασις εχθρική προς την ελληνοχριστιανικήν παράδοσιν». Αυτοί δε που επέδειξαν πάντα «εχθρότητα» και «απιστία» ήταν, κατά τον ίδιο, «οι φορείς του εκπαιδευτικού μεταρρυθμιστικού κινήματος από των αρχών του αιώνος». Ύστερα από αυτές τις επιθέσεις το καλοκαίρι του 1965, δηλαδή το καλοκαίρι της Αποστασίας ένα βιβλίο ιστορίας πολτοποιήθηκε: Η Ρωμαϊκή και Μεσαιωνική Ιστορία του Κώστα Καλοκαιρινού.

Θα ήθελα να θυμίσω, σε παρένθεση, ότι ακόμα και τώρα που οι επιστήμες του ανθρώπου έχουν κατορθώσει να διακρίνουν τα στερεότυπα από τις πραγματικότητες, που αυτές οι ιδεολογικές αντιπαραθέσεις έχουν γίνει οι ίδιες αντικείμενο μελέτης, που το φάντασμα του ελληνοχριστιανικού ιδεολογήματος δεν πλανιέται πάνω από την επιστημονική κοινότητα, πάλι αν τύχει και κάτι δεν πάει καλά στην εκπαίδευση, θα έχει σχέση με τη μετάφραση των αρχαίων ή με το σχολικό βιβλίο της ιστορίας. Οι δύο δραστηριότητες – η μετάφραση και η ιστορική έρευνα – έχουν κάτι κοινό. Η μετάφραση είναι πράξη ελευθερίας. Απελευθερώνει τη γνώση και την παραδίδει στην κοινή αντίληψη. Ξέρουμε όμως πια ότι η έρευνα δεν απελευθερώνει αποκλειστικά και μόνο μία γνώση, ούτε αποκλειστικά και μόνο μία αλήθεια. Γι’ αυτό και τόσο η μετάφραση όσο και η έρευνα αποτελούν στόχο όσων θέλουν να επιβάλουν τη μία και αποκλειστική γνώση και αλήθεια τους.
Ρένα Σταυρίδη – Πατρικίου, Οι φόβοι ενός αιώνα, Αθήνα, 2007, Μεταίχμιο, 91-93

Τετάρτη 13 Ιανουαρίου 2010

η ετυμολογία σαν ιδεολογία

Η ετυμολογία είναι περιοχή της γλωσσολογίας που έχει στόχο να βρει την αρχική μορφή και τη σημασία των λέξεων. Μελετά, επίσης, τον τρόπο σχηματισμού – παραγωγής – εξέλιξης των λέξεων. Κάτι τέτοιο αποδεικνύεται συχνά πολύ δύσκολο και θέτει ζητήματα που δεν απαντιούνται εύκολα. Ας πούμε, ως πιο βαθμό – χρονικό βάθος θα αναζητήσουμε την προέλευση μια λέξης;

Οι προϋποθέσεις για έγκυρη ετυμολόγηση είναι πολλές, από την πολύπλευρη γνώση της γλώσσας ως την εποπτεία της γραμματείας των διάφορων φάσεων και τη γνώση άλλων γλωσσών που συνδέονται με την ελληνική εξαιτίας της κοινής καταγωγής και του δανεισμού γλωσσικών στοιχείων.

Στο σχολείο βέβαια η ετυμολογία δεν αποτελεί ξεχωριστό διδακτικό αντικείμενο – μάθημα, αλλά εντάσσεται στα πλαίσια της διδασκαλίας κυρίως δύο συναφών γνωστικών αντικειμένων, της νεοελληνικής και της αρχαίας ελληνικής γλώσσας. Επίσης, ετυμολογικά σχόλια γίνονται στα πλαίσια άλλων μαθημάτων καθώς η ορολογία των επιστημών συχνά παραπέμπει μορφολογικά στην αρχαία ελληνική γλώσσα.

Η ετυμολογία καθίσταται δυσκολότερη αν δεχτούμε ότι δεν υπάρχουν σε επαρκή βαθμό οι προϋποθέσεις για επιστημονική προσέγγιση. Δηλαδή οι φιλόλογοι και ίσως πολύ περισσότερο οι καθηγητές των άλλων ειδικοτήτων δε μπορούν να έχουν πλήρη τα απαραίτητα εφόδια. Όμως, ας μη βιαστούμε να μεμφθούμε. Προβλήματα στην ετυμολόγηση λέξεων παρουσιάζουν και σημαντικά λεξικά που έχουν καθιερωθεί στη συνείδηση του κόσμου. Άρα, ζητούμενο είναι η συνείδηση των ορίων που θέτει η ελλιπής επιστημονική κατάρτιση και οι αντικειμενικές επιστημονικές δυσκολίες. Έτσι μόνο μπορεί να αποφευχθεί η παρετυμολογία που βασίζεται σε βιασύνη, θολή εικόνα, ιδεολογικές αφετηρίες. Η αναφορά σε λεξικά, και κυρίως στο Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής του Ιδρύματος Τριανταφυλλίδη, μπορεί να καλύψει επαρκώς και τις σχολικές ανάγκες.

Σε κάθε περίπτωση θα πρέπει να γίνεται η διάκριση ανάμεσα στο ξέρω τη γλώσσα και στο ξέρω για τη γλώσσα. Να γίνει σαφές στους μαθητές ότι η ετυμολογία είναι γνώση για τη γλώσσα. Εδώ συγκρουόμαστε με την αντίληψη – ιδεοληψία που θέλει την ετυμολογία απαραίτητη γνώση για τη σωστή χρήση των λέξεων. Γι’ αυτό χρειάζεται να σταθούμε λίγο περισσότερο.

Χωρίς θεωρητικές αναφορές, αλλά με βάση την κοινή πείρα, αντιλαμβανόμαστε ότι η εκμάθηση της μητρικής γλώσσας από τα παιδιά δε βασίζεται στη ετυμολογία των λέξεων αλλά στη χρήση τους μέσα σε επικοινωνιακό πλαίσιο. Κανένας δεν έμαθε να μιλά και να γράφει επειδή του εξηγήθηκε η προέλευση και ο τρόπος σχηματισμού των λέξεων, αλλά επειδή εξασκήθηκε στην αποτελεσματική χρήση τους. Επίσης, όταν μαθαίνουμε ξένες γλώσσες δε διδασκόμαστε την ετυμολογία των λέξεων. Ίσως μάλιστα να μη μας ενδιαφέρει καθόλου κάτι τέτοιο, εφόσον δε συνδέεται με ιδεολογικές παραμέτρους…

Ας δούμε πιο συγκεκριμένα τη σχολική πραγματικότητα.

Στο μάθημα των αρχαίων ελληνικών οι γνώσεις και οι ασκήσεις σχετικά με τα λεξιλογικά στοιχεία οδηγούν μόνο προς τα νέα ελληνικά. Παρά το ότι τονίζεται η σημασία της αρχαίας ελληνικής για τον ευρωπαϊκό πολιτισμό δεν υπάρχει κάτι που να δείχνει σαφώς τις επιδράσεις της στις ξένες γλώσσες. Επίσης, δεν υπάρχουν στοιχεία που να δείχνουν την αλληλεπίδραση της αρχαιοελληνικής γλώσσας με άλλες γλώσσες σύγχρονές της. Οι αποικισμοί, το εμπόριο, οι πόλεμοι, η εν γένει αλληλεπίδραση των αρχαίων Ελλήνων με άλλους λαούς, δε φαίνεται να άφησαν κανένα ίχνος στη γλώσσα. Αποτέλεσμα των προηγούμενων διαπιστώσεων είναι η αρχαία ελληνική να παρουσιάζεται σα γλώσσα πρότυπο, έξω από το χρόνο και το χώρο, η οποία αποτελεί μήτρα της νεοελληνικής και μόνο αυτής.
Κατά παρόμοιο τρόπο και στο μάθημα της νεοελληνικής γλώσσας. Οι γνώσεις ετυμολογίας εστιάζονται μόνο στη σύνδεση λέξεων της νεοελληνικής με την αρχαία. Παραγνωρίζονται τα δάνεια – μεταφραστικά, σημασιολογικά,– που θα έδειχναν την επίδραση που δέχτηκε η νεοελληνική από άλλες γλώσσες. Έτσι η νεοελληνική παρουσιάζεται ως μονοδιάστατη εξέλιξη – ή και φθορά – της αρχαίας ελληνικής.

Συμπέρασμα: η ετυμολογία στο σχολείο ακρωτηριάζεται, εμμένει στο φορμαλισμό και συντελεί στη δημιουργία εντύπωσης ότι η ελληνική γλώσσα έχει αδιάρρηκτη συνέχεια χωρίς ιστορικούς και κοινωνικούς προσδιορισμούς, χωρίς τομές, χωρίς αλληλεπιδράσεις με άλλες γλώσσες από την κλασική αρχαιότητα μέχρι σήμερα. Αυτό συνιστά ιδεολογία και όχι γνώση.

Σωτήρης Γκαρμπούνης
Βασίλης Συμεωνίδης

Κυριακή 3 Ιανουαρίου 2010

γλώσσα και εθνικιστική ιδεολογία (Παντελής Ε. Λέκκας)

Η εκμετάλλευση του γλωσσικού κριτηρίου από τον εθνικισμό προσλαμβάνει πολλές μορφές: προσαρμογή της εκπαιδευτικής διαδικασίας στις εθνικές γλωσσικές αρχές και πρότυπα, αλλαγή τοπωνυμιών επί το εθνικότερον, σύσταση φιλολογικών συλλόγων, έκδοση βιβλίων, περιοδικών και εφημερίδων στην εθνική γλώσσα, συλλογή και οργάνωση της εθνικής γραμματολογίας, αναγόρευση εθνικών ποιητών, αναβίωση νεκρών λέξεων, κατασκευή γλωσσικών υβριδίων με «εθνικώς αδιαμφισβήτητη» ρίζα, καινούριες ονοματοδοσίες (...).

Οι γλωσσικές δραστηριότητες της εθνικιστικής ιδεολογίας δεν σταματούν εδώ. Σε πολλές περιπτώσεις ο ίδιος ο χαρακτήρας του εθνικού γλωσσικού ιδιώματος υφίσταται την άμεση επέμβαση του εθνικισμού με σκοπό τον «εξαγνισμό» του. Τα παραδείγματα είναι πάμπολλα, κι όχι μόνο από τον Τρίτο Κόσμο, όπως θα ανέμενε κανείς, αλλά από την ίδια την κοιτίδα του εθνικισμού, τη δυτική Ευρώπη, όπου εθνικιστικές ιδεολογίες των οποίων ο λόγος δεν αμφισβητείται καθόλου, όπως η ολλανδική, η ισλανδική, η νορβηγική, η γερμανική, η γαλλική κ.α., εν παύουν να επεμβαίνουν, σε μικρό ή μεγάλο βαθμό, με σκοπό την αποκάθαρση της εθνικής γλώσσας από παρείσακτα στοιχεία. Βεβαίως, η υπογράμμιση της καθαρότητας (δηλαδή του γνήσιου εθνικού χαρακτήρα) μιας γλώσσας χρησιμοποιείται, τις περισσότερες φορές απερίφραστα, για την κατάδειξη της συνέχειας του έθνους στο χρόνο και τη συνακόλουθη κατοχύρωση της μοναδικότητας του εθνικού χαρακτήρα.

Είναι εξάλλου γνωστό πως η διεκδίκηση των πρωτείων στην «ιεραρχία αρχαιότητας» των γλωσσών αποτελεί συνηθισμένο φαινόμενο σε εθνικισμούς που επικαλούνται τη γλωσσική μοναδικότητα των αντίστοιχων εθνών. Αυτό συμβαίνει, επί παραδείγματι, στην πολωνική περίπτωση, όπου η πολωνική γλώσσα αναγορεύεται σε μητέρα όλων των σλαβικών γλωσσών, όπως επίσης στις περιπτώσεις των Βάσκων και των Ουαλλών, όπου κεντρικό στοιχείο των δύο εθνικισμών είναι ο ισχυρισμός πως η εθνική γλώσσα είναι η αρχαιότερη ομιλούμενη (Βάσκοι) ή σωζόμενη γραπτή (Ουαλλοί). Το πλέον ακραίο παράδειγμα ανάλογων ισχυρισμών είναι η λεγόμενη θεωρία της ηλιακής γλώσσας» του τουρκικού εθνικισμού, σύμφωνα με την οποία όλες οι γλώσσες και όλοι οι πολιτισμοί έχουν τουρκικές καταβολές.


Παντελή Ε. Λέκκα, Η εθνικιστική ιδεολογία, πέντε υποθέσεις εργασίας στην ιστορική κοινωνιολογία, ΕΜΝΕ-ΜΝΗΜΩΝ, 1992, σελ. 151-152