«Μπαμπά, η κυρία είπε να πάρουμε το λεξικό Μπαμπινιώτη...»
«Ναι, αλλά έχουμε το Λεξικό της κοινής νεοελληνικής».
Τι γίνεται σ’ αυτήν την περίπτωση που η κυρία είπε;
Ήδη με αφορμή το βιβλίο αρχαίας ελληνικής γλώσσας είδαμε την ετυμολογία της λέξης πέναλτι στα δύο λεξικά. Εκεί διαπιστώσαμε ότι το λεξικό Μπαμπινιώτη θεωρεί τη λέξη αντιδάνειο κάτι που δε συμβαίνει στο λεξικό της κοινής νεοελληνικής. Όμως, αν θέλουμε η διδασκαλία να διέπεται από επιστημονική εγκυρότητα και όχι από πρόθεση ιδεολογικής κατήχησης θα πρέπει να βασίζεται στη συμφωνία της επιστημονικής κοινότητας. Χωρίς αυτήν βαδίζουμε επιλεκτικά υπηρετώντας εξωγλωσσικά και εξωγνωσιακά συμφέροντα.
Ας δούμε τρεις λέξεις και στα δύο λεξικά,
Λεξικό της κοινής νεοελληνικής (
ΛΚΝ) και
Λεξικό νέας ελληνικής γλώσσας [Μπαμπινιώτη] (
ΛΜ). Το πρώτο από το Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη βρίσκεται και στο Ίντερνετ, δωρεάν προσπελάσιμο για τον καθένα, στην αγορά κοστίζει έντυπο γύρω στα 60 ευρώ. Το δεύτερο από το Κέντρο Λεξικολογίας και κοστίζει στην αγορά γύρω στα 82 ευρώ.
ουρανοξύστης
ΛΚΝ ο [uranoksístis]: χαρακτηρισμός κτιρίων που έχουν πολλές δεκάδες ορόφων, ενώ το ύψος τους ξεπερνά κατά πολύ το συνηθισμένο: Οι ουρανοξύστες της Nέας Yόρκης.
[λόγ. ουρανο- + ξυσ- (ξύνω) -της
μτφρδ. αγγλ. sky-scraper]
Λ.Μ (ο) {ουρανοξυστών} το πολύ ψηλό, πολυώροφο κτήριο: οι ~ της Ν. Υόρκης.
[ΕΤΥΜ.
Μεταφραστικό δάνειο από το αγγλ. skyscraper]
καπνιστήριο
ΛΚΝ το [kapnistírio]: ειδικός χώρος για καπνιστές, σε θέατρα, κινηματογράφους και γενικά σε κλειστούς χώρους όπου συχνάζουν πολλοί άνθρωποι.
[λόγ. καπνισ- (καπνίζω) 2 -τήριον
μτφρδ. γαλλ. fumoir, salon à fumer (διαφ. το ελνστ. καπνιστήριον `ατμόλουτρο΄, μσν. σημ.: `θυμιατήρι΄)]
ΛΜ (το) 1889] {καπνιστηρί-ου -ων} ο ιδιαίτερος χώρος (σε θέατρο, αεροπλάνο, τρένο...) που χρησιμοποιείται κατ’ αποκλειστικότητα από καπνιστές।
Το λεξικό δεν ετυμολογεί τη λέξη.
οικογένειαπαραθέτουμε μόνο την ετυμολογία
ΛΚΛ. [λόγ.: 1: αρχ. οἰκογεν(ής) `δούλος γεννημένος στο σπίτι και όχι αγορασμένος΄ -εια (σύγκρ. ελνστ. οἰκογένεια `η ιδιότητα ενός τέτοιου δούλου΄)
μτφρδ. ιταλ. famiglia (δες στο φαμίλια) < υστλατ. familia `το σύνολο των δούλων΄ (φαμίλια, οικογένεια στα αρχ. ελλην.: οrκος, οἰκία)• 2:
σημδ. γαλλ. famille]
ΛΜ [ ΕΤΥΜ. μτγν.. αρχική σημ. «πιστοποιητικό» του οικογενούς»,
< αρχ. οικογενής «γεννημένος στο σπίτι» (για δούλους και ζώα) < οίκο +γενής < γένος]. Ακολουθεί πλαίσιο με εγκυκλοπαιδικές πληροφορίες.
Οι τρεις λέξεις είναι μεταφραστικά δάνεια, δηλαδή, λέξεις οι οποίες δεν εισέρχονται με βάση τη φωνητική τους μορφή αλλά μεταφράζονται σε αυτή με τη χρησιμοποίηση ήδη υπαρκτών γλωσσικών στοιχείων της γλώσσας που τη δέχεται. (
μεταφραστικό δάνειο [loan translation / calque])
Στην πρώτη περίπτωση (ουρανοξύστης) τα δύο λεξικά συμφωνούν στην ετυμολογία.
Στη δεύτερη (καπνιστήριο) το Λεξικό «Μπαμπινιώτη» παρά τον ετυμολογικό οίστρο που το χαρακτηρίζει, δεν ετυμολογεί τη λέξη.
Στην τρίτη (οικογένεια) αποκρύπτει ότι πρόκειται για μεταφραστικό δάνειο.
Ας δούμε πώς ορίζουν τα δυο λεξικά τη λέξη
ετυμολογία.
ΛΚΝ η [etimolojía]: η προέλευση, ενδεχομένως ο τρόπος σχηματισμού (ρίζα, πρόθημα, επίθημα, συνθετικό κτλ.) και η εξέλιξη μιας λέξης: Λεξικό που δίνει την ορθογραφία, την ~ και τις σημασίες κάθε λέξης. η ετυμολόγηση: Iστορική / συγχρονική ~.
[λόγ. < ελνστ. ἐτυμολογία `αληθινή ή πρωταρχική σημασία μιας λέξης΄
σημδ. γαλλ. étymologie, γερμ. Εtymologie < λατ. etymologia < ελνστ. ἐτυμολογία]
ΛΜ. (η) {ετυμολογιών} ΓΛΩΣΣ. 1. ο επιστημονικός κλάδος της γλωσσολογίας που έχει ως αντικείμενο το έτυμον (βλ. λ.). δηλ. την αρχική μορφή και την αρχική σημασία κάθε λέξης• ειδικότ.. μελετά τόσο την προέλευση των λέξεων όσο και την πιθανή γενετική συγγένειά τους με αντίστοιχους τύπους των γλωσσών κοινής καταγωγής, με απώτερο σκοπό την αναγωγή στον αρχικό τύπο (ρίζα, θέμα κ.λπ.) και στην αρχική σημασία κάθε λέξης. 2. η διαδικασία και το αποτέλεσμα της επιστημονικής αναζητήσεως της καταγωγής των λέξεων, δηλ. της αρχικής ρίζας και της πρώτης σημασίας τους, όπως προκύπτουν από τα ενδιαμέσως μαρτυρημένα ή επανασυντεθειμένα στάδια (βλ. λ. επανασύνθεση): σε κάθε λήμμα του παρόντος λεξικού παρέχεται και η ~ της λέξης ΣΥΝ προέλευση, αρχή, καταγωγή, γένεση• ΦΡ. λαϊκή ετυμολογία η παρετυμολογία (βλ. λ.) 3. (στη σχολική γραμματική) το ετυμολογικό (βλ. λ.) – ετυμολόγος (ο/η) [μτγν] ΣΧΟΛΙΟ λ. ομόηχα, παρώνυμο.
[ΕΤΥΜ. μτγν. αρχική σημ. «η πρώτη (αληθής και αυθεντική) σημασία μιας λέξεως», < ετυμολογῶ< ἔτυμος< (βλ. λ. έτυμον) +-λογῶ < λόγος].
Παρατήρηση: Το ΛΚΝ ετυμολογεί ως σημασιολογικό δάνειο (1) τη λέξη. Σύμφωνα με το ΛΜ και παρά τις αναφορές του σε γενετική συγγένειά με αντίστοιχους τύπους των γλωσσών κοινής καταγωγής οι λέξεις étymologie και etymologie απουσιάζουν από την ετυμολόγηση!
Βασίλης Συμεωνίδης
Σωτήρης Γκαρμπούνης
(1) σημασιολογικός δανεισμός. Στην περίπτωση αυτή η γλώσσα που δέχεται το δάνειο μεταφράζει την ξένη λέξη και το αποτέλεσμα της μετάφρασης είναι μια λέξη που ήδη προϋπάρχει στη γλώσσα αλλά αποκτά μια νέα σημασία υπό την επίδραση της ξένης λέξης. Έτσι, π.χ η νεοελληνική λέξη ποντίκι χρησιμοποιείται σήμερα και με τη σημασία 'μικρή συσκευή συνδεδεμένη σε ηλεκτρονικό υπολογιστή' μεταφράζοντας την αγγλική λέξη mouse '1. γκρίζο τρωκτικό, 2. μικρή συσκευή συνδεδεμένη σε ηλεκτρονικό υπολογιστή'. (http://www.komvos.edu.gr/glwssa/Odigos/thema_a7/main.htm)