Σάββατο 25 Απριλίου 2009

λαβωματιές και τραύματα

Γράφει ο Σολωμός το 1824 στο «Διάλογό» του: «Αλλά, Κύριε, δεν ηξέρεις τι συλλογίζεσαι. Να αλλάξης τη γλώσσα ενός λαού! […] άμε ναύρης τους πολεμάρχους, ψηλάφησέ τους τες λαβωματιές, και πες τους ότι πρέπει να τες λεν τραύματα·». Ψάχνω τη γνησιότερη γλώσσα της εποχής στα Απομνημονεύματά του Μακρυγιάννη. Επεξεργασία/ εύρεση/ λαβ και βρίσκω λαβωμένους, λαβώθηκαν, λαβώνονταν κλπ. Επεξεργασία/ εύρεση/ τραύ, τίποτα... Επεξεργασία/ εύρεση/τραυ, τίποτα. Επεξεργασία/ εύρεση/τραβ (μήπως) τίποτα... [1] Ο Σολωμός είχε δίκιο. Ψάχνω στη γλώσσα της εποχής μας, γκουγκλάρω, λαβωματιές: 2510, τραύματα 171.000. Η γλώσσα ενός λαού άλλαξε επειδή το συλλογίστηκε ένας Κύριος Σοφολογιότατος στο Διάλογο του Σολωμού... Ο Σολωμός είχε άδικο.

Κατά τον ίδιο τρόπο οι λόγιοι του 19ου αιώνα ξανάβαλαν, με διαφορετική σημασία, στο λεξιλόγιο αρχαίες λέξεις όπως: αλληλογραφία, θερμοκρασία, υπάλληλος, βιομήχανος, ταχυδρόμος. Κατασκεύασαν άλλες όπως: πολιτισμός, ζαχαροπλαστείο, πανεπιστήμιο, δημοσιογράφος, πρωτοβουλία, ποδήλατο, πολυβόλο, θερμοσίφωνο, λεωφορείο. Υιοθετήθηκαν λέξεις που κατασκεύασαν ξένοι λόγιοι: αεροπλάνο, τηλέφωνο, ανέκδοτο, νεκρολογία. Μεταφράστηκαν ξένοι όροι και δημιουργήθηκαν λέξεις όπως: αυτοκίνητο, σιδηρόδρομος, αλεξικέραυνος, βραχυκύκλωμα, γραφειοκρατία, ουρανοξύστης, διεθνής. Επίσης, σε πολλές περιπτώσεις αντικαταστάθηκαν λέξεις δάνεια με λέξεις από τα αρχαία ελληνικά ή καινούριες που κατασκευάστηκαν με αρχαιοελληνικές ρίζες. Ακόμη, επανήλθε στην προφορική γλώσσα ο τύπος της γενικής του ενικού σε –τος (του πράγματος, αντί του πραμάτου). Η κλίση των θηλυκών που προέρχονταν από την τρίτη κλίση, όπως κυνέρνηση, βάφτιση πήρε υβριδική μορφή. Η παλιότερη προφορική γλώσσα ήξερε μόνο: οι/τις βάφτισες. Σήμερα έχουμε: οι/τις βαφτίσεις, οι/τις κυβερνήσεις, οι/τις αποδείξεις. Τέλος ξαναχρησιμοποιούνται τύποι μετοχής του παρακειμένου με αναδιπλασιασμό έπειτα από απουσία 1500 χρόνων από τον προφορικό λόγο.[2]
Φαίνεται ότι οι θεσμοί ρυθμίζουν τη γλώσσα, πολύ περισσότερο από όσο νομίζουμε. Ίσως γιατί οι ρυθμίσεις απαιτούν χρόνο για να καθιερωθούν, ίσως γιατί ζούμε μέσα σε αυτές τις ρυθμίσεις και αυτό μας εμποδίζει να τις αντιληφθούμε. Γιατί, όμως, αυτή η ανάγκη να ρυθμίζεται η γλώσσα; Το ερώτημα μας βγάζει έξω από τη γλώσσα, στις ιστορικές και κοινωνικές συνθήκες. Ίσως συζητήσουμε αυτό το ερώτημα σε ένα άλλο ποστ...

Γράφει ο Μακρυγιάννης: «Και αφού μάθετε ότι φέρθηκα τιμίως και ιδήτε σημειωμένα έγγραφα και απόδειξες, αρχή και τέλος, από διαφόρους, από κυβέρνησες και από αρχές...»

Βασίλης Συμεωνίδης


[1] Τα απομνημονεύματα του Μακρυγιάννη από τη Βικιθήκη
[2] Η παράγραφος είναι βασισμένη στο άρθρο του P. Mackridge «Η Νεοελληνική Γλώσσα» στις επτά ημέρες της Καθημερινής, 3/10/1990, σελ. 22-25

Σάββατο 11 Απριλίου 2009

διατί η μηλιά δεν έγινε μηλέα (Γεώργιος Βιζυηνός)

Η μηλιά -δηλαδή, καθώς λέγουν οι ψυχολόγοι, η παράστασις της λέξεως μηλιά- εμβήκεν εις την ψυχήν μου συγχρόνως με την παράστασιν του δένδρου και εις έναν καιρόν, κατά τον οποίον όλαι αι αισθήσεις μου είχον αναπεπταμένας τας θύρας και εδέχοντο ευχαρίστως κάθε τι, το οποίον ήρχετο συστημένον ή από την μητέρα μου ή από τους οικείους μου να κατοικήσει εντός της κεφαλής μου. Επειδή δε τότε ήτο πολύς τόπος διαθέσιμος, εκάστη παράστασις, η οποία εισήρχετο, έστηνε τον θρόνον της και εκάθιζεν όσον και όπως της ήρεσκε καλύτερα και ήτο ωσάν οικοκυρά μέσα εις το σπίτι της. Έτσι το έκαμον τόσαι άλλαι, έτσι το έκαμε και η μηλιά. Αλλά αυτή η τελευταία, εκεί όπου εκάθητο τόσα χρόνια εις την ησυχία της και είχε πλέον το σπιτικόν της και τους φίλους της -παραστάσεις, με τας οποίας συνέζησε τόσον καιρόν εις την ψυχήν μου και συνέδεσε τόσας σχέσεις προς αυτάς και συγγενείας- βλέπει μίαν ημέρα την κυρά την μηλέα, που εμβαίνει μέσα στο κεφάλι μου έξαφνα - έξαφνα, τόσον μονάχη και όμως τόσο ξιππασμένη, να της λέγει της μηλιάς «σήκω συ να κάτσω εγώ!». Μπα! είπεν η μηλιά, και πώς γίνετ’ αυτό! Εγώ είμαι εδώ τόσα χρόνια, τον τόπο που κρατώ τον ηύρα αδέσποτο και έκαμα κατοχήν δικαιώματι προτεραιότητος. Και ποια είσαι συ, που έρχεσαι να μου τον πάρεις; Και φώναξε τας σχετικάς της και φίλας της και τας ηρώτησε: Ποιά είναι, παρακαλώ, του λόγου της; Την γνωρίζετε; Όχι, όχι! απάντησαν όλαι ομοφώνως και συνεμάχησαν με την μηλιάν και ήρχισαν να εκδιώκουν την μηλέαν κακήν κακώς έξω! Έξω, ξένη. Δεν ταιριάζεις μαζί μας! Δεν σε γνωρίζομεν! Δεν σε θέλομεν! Τότε η παράστασις της μηλέας ελάμβανεν εις επικουρίαν της την παράστασιν του διδασκάλου, τας παραστάσεις των τιμωριών και εισέρχεται εκ νέου εις την συνείδησίν μου, ως άνθρωπος, όστις θέλει να παρέμβει εις την ιδιοκτησίαν των άλλων διά της αδίκου υποστηρίξεως αστυνομικών οργάνων. Αλλά καταλαμβάνετε ότι ο διδάσκαλος τιμωρεί, όχι όμως και η παράστασίς του· ότι οι ραβδισμοί προξενούν πόνον, όχι όμως και η ανάμνησις των ραβδισμών. Και λοιπόν εξανέστη αφόβως πλέον κατά της τοιαύτης παρεμβάσεως ολόκληρος η ψυχή μου και:
― Έξω! Έξω! έστειλα τους εισβολείς κατά διαβόλου.

(απόσπασμα από το διήγημα του Γεώργιου Βιζυηνού "διατί η μηλιά δεν έγινε μηλέα" ολόκληρο το διήγημα στις σελίδες του Νίκου Σαραντάκου ή εδώ)