Κυριακή 13 Μαΐου 2012

Ανοιχτό γράμμα για το γλωσσικό ζήτημα (Μανόλης Τριανταφυλλίδης)

Προς τον Κύριο …
Χαίρειν
Μόναχο, Χριστούγεννα 1906

Φίλε κύριε,
[…]
Επαρατήρησα ότι οι πολλές και μεγάλες παρεξηγήσεις που κάνετε καταντούν υπερβολικά οχληρές, ανυπόφορες. Μου φάνηκε – ίσως να γελιέμαι – ότι κάπως απρόσεκτα και, τολμώ να πω, λίγο επιπόλαια, εβιαστήκατε να φιλοδωρήσετε με όλα τα δυνατά κοσμητικά επίθετα, εκείνους όλους, όσοι ευτύχησαν να μην έχουν, ή αν προτιμάτε, όσοι δεν ευτύχησαν να έχουν την ίδια γνώμη μαζί-σας.

[…]
Ετέλειωσε. Η συνεννόηση μεταξύ-μας δεν είναι δυνατή. Δεν υπάρχει ούτε ένα σημείον επαφής. Ζούμε και οι δύο στην πόλη της Παλλάδος – καθώς τόσο ωραία το λέτε –, αλλά ζούμε σε δυο κόσμους τόσο διαφορετικούς, τόσο ξένους ώστε να μη εννοούμαστε· τόσο διαφορετικά μάτια και αυτιά έχομε, τόσο αλλιώτικα αισθανόμαστε, τόσο αλλιώτικες σκέψεις έχουμε, ώστε ο ένας βλέπει τον άλλο σαν ουρανοκατέβατο και απορώ πώς γίνεται να βρίσκουνται τέτοιοι άνθρωποι κάτω από τον ίδιο ήλιο.

Διαβάζετε το γράμμα-μου, βάζω όλα-μου τα δυνατά για να πω εκείνο που θέλω, ωραία, νόστιμα, καθαρά, σιταρένια και... με κεραυνώνετε με ένα «την γλώσσαν αυτήν αποκαλώ ανόητον, επειδή ουδέν ενόησα». Δηλαδή η γλώσσα-μου σας εμποδίζει να καταλάβετε όσα έλεγα (και τα οποία δεν ήταν βέβαια ανόητα ως γνώμες έξυπνων ανθρώπων). Διαβάζω και γω τα γράμματά-σας, προσπαθώ, ιδρώνω να μπω στο κεφάλι-σας, και βλέπω ότι δεν το κατορθώνω• ich kann mich nicht hineindenken, μέσα-σας [1]. Με την διαφοράν ότι δεν φταίει τώρα η γλώσσα-σας, ην καγώ εσπούδασά-ποτε, αλλά οι ιδέες-σας, τις οποίες εκφράζει. Δεν σας τό ‘λεγα; Δεν συνεννοούμαστε.

Ζούμε στην ίδια πόλη και όμως ο καθένας-μας βλέπει άλλα. Εμείς περπατούμε στους δρόμους-της, ζεσταινόμαστε στη λιακάδα-της, σεριανίζουμε στο Ζάππειο, πλέκουμε όνειρα στην αμμουδιά της φαληρικής ακρογιαλιάς, πίνουμε μπίρα, αγοράζουμε ψωμί από τα ψωμάδικα, σαρδέλες ή μουστάρδα από τον μπακάλη, κοιμούμαστε στα κρεβάτια-μας, μεταχειριζόμαστε λιφτ [2] γκαζ και ηλεκτρικό, τέλος πάντων κατοικούμε στα σπίτια-μας.

Εσείς πάλι στρωθήκατε στον Παρθενώνα• το ξέρω που θα διαμαρτυρηθήτε, αλλά εσυνηθίσατε και γι' αυτό δεν το καταλαβαίνετε, πιστέψτε όμως εμένα που σας βλέπω• το λέω χωρίς καμιά υπερβολή, και μόνο με μια μικρή μεταφορά. Θρονιαστήκατε λοιπόν μέσα στον Παρθενώνα• ονειρεύεστε την Παλλάδα• σας εμφανίζεται όχι μόνο καθ’ ύπνους, αλλά και μέρα μεσημέρι ο Μιλτιάδης• μιλάτε με τον Πλάτωνα• (σας καταλαβαίνει; το ρωτώ χωρίς να φοβούμαι πια να «διαρραγώ»• τόσες φορές εξέφρασα την δυσπιστία-μου και δεν έπαθα τίποτε). Ζήτε τόσο πολύ με τα περασμένα μεγαλεία, με το ευκλεές παρελθόν, ώστε ακόμη και όταν καμιά φορά κατεβήτε σ' εμάς κάτω, στην πόλη, ο νους-σας πάντα στα άλλα είναι γυρισμένος και δεν μπορείτε να βρεθήτε στα νερά-σας με την σημερινή κατάσταση, τα τωρινά χάλια. Έτσι, για να πούμε, έχετε κηρύξει πόλεμο κατά των Περιλαιμίων, (μόνο που δεν μας είπατε ακόμη, ποιοι είναι αυτοί οι κύριοι Περιλαίμιοι), όταν δήτε κανένα να φορή γελέκο ή σουρτούκο, του επιτίθεσθε, επειδή «δεν έχει αίσθησιν. . .» όχι του κρύου, αλλά «του καλού». Από όλην την ζωήν των Αθηνών, από όλα τα ζωντανά, όλα τα τωρινά βλέπετε, «νοείτε», μόνο όσα δεν άλλαξαν. Ξέρετε μόνο τα αρχαία, και αυτά βλέπετε ακόμη κι εκεί που δεν είναι. Στο Φάληρο βλέπετε ρηγμίνας [3] παρά θίν’ αλός και τριήρεις. Ξέρετε μόνο ό,τι είναι στον αέρα• αλλά και από αυτά όλα πάλι, μόνο τα νεκρά, όσα δεν μιλούν. Στοιχηματίζω πως δεν «νοείτε» τί είναι το σπουργίτι, τί είναι το γεράκι. Θα ακούτε το κελάδημα των αηδονιών στον Βασιλικό κήπο καμιά μαγευτική νυχτιά και θα σας θυμίζη το πολυ πολύ τον κέλαδον [4] και ορυμαγδόν των ομηρικών ηρώων. Από όσα είναι στον αέρα ξέρετε, μόνο τα οφιοειδή (τις σερμπαντίνες• αυτό το «εικάζω», επειδή δεν το λέτε καθαρά• τα παρακάτω όμως τα πήρα από το φιλικό-σας γράμμα), τον κυανούν ημών ουρανόν, ος διεπαιδαγώγησε την ψυχήν-σας (πώς;) και τις πινακίδες των μαγαζιών.

Έτσι μας πληροφορείτε, ότι η μπίρα πουλιέται στα ζυθοπωλεία, ότι το ψωμί-σας το αγοράζετε στα αρτοπωλεία, και ότι καταφεύγετε στα μπακάλικα των παντοπωλών, κάθε φορά που έχετε έλλειψη αβυρτάκης ή αφύων [5]. Και αυτό δηλαδή δεν το λέτε καθαρά, αλλά υποθέτω ότι τέτοια τρώτε. Ένας άνθρωπος, του οποίου η γλώσσα είναι «οποία υπάρχει και ευρίσκεται» γίνεται να βάλη εις το στόμα του σαρδέλες• 'πφ! αυτές είναι καλές για τους απαίσιους χυδαϊστάς• αυτές ας μείνουν για κείνους που τους λείπει «η ευγένεια της ψυχής εκείνη ης» κτλ. Το ίδιο και με την αβυρτάκην, η αβυρτάκη, της αβυρτάκης. «Ευρίσκετε, κύριοι, εν τη γλώσση αυτή τίποτε το επιλήψιμον;» Καθόλου. Η μουστάρδα πάλι της μουστάρδας, αν το πη κανείς, η ψυχή-του γέμει ταπεινών αισθημάτων. Ας μείνει λοιπόν και αυτή για όσους δεν έχουν αυτιά για την γλυκυτέραν μουσικήν. Μόνο με τους παντοπώλας τα μπλέξατε. Εδώ μας τα χαλάτε. Ο Κοραής τους είχε βαφτίσει βακαλίας• έτσι και τη λέσχη-σας την έλεγε κλωβόν (γιατί άραγε;)• δεν έχετε λίγα σέβη και για μας; μη ξεχνάτε πως μας είπατε θηριά• αλλ’ αφού ονειδίζετε και τον Κοραήν τί να είπω πλέον;

Αλλά θα πω ακόμη κάτι. Γιατί μου φαίνεται ότι οι πτερυγισμοί του πνεύματός-σας στους αρχαίους συνδέονται με κάποια γενικότερη αφηρημάδα ή όπως κι αν το λεν οι ψυχίατροι. Λουστρέρνετε τα παπούτσια-σας, και την στιγμή όπου το παιδί ρωτά αν ο κύριος θέλη βερνίκι, εσείς κάμετε σκέψεις για το πατριωτικόν μένος των μικρών βιοπαλαιστών και το αίσθημα του καλού των μεταλλαξάντων τα αυτών ονόματα εις στιλβωτάς υποδημάτων.

Στιλβωτής υποδημάτων αντί λούστρος• η λέξη μου αρέσει• δεν είναι άσκημη• μόνο που είναι λίγο μικρή. Επί τέλους όμως είναι καλή• το λουστράρισμα βαστά αρκετή ώρα, ώστε προφτάνει κανείς να πη: «Στιλβωταϋποδημάτων πρόσεχε τον νουν κάλλιον δεν στιλβοίς ευ τα υποδήματα». Αν όμως πρόκειται να βρίσετε κανένα, να τον «προσαγορεύσητε», καθώς το λέτε, και να τον πήτε λούστρο• πώς θα τον είπητε τότε; στιλβωτά υποδημάτων;

Το βλέπετε υποθέτω και μόνος-σας, ότι είναι όλως διόλου αδύνατο να συνεννοηθούμε. Νά λοιπόν τί είχαμε μόνο να σας πούμε. Είστε ελεύθερος να έχετε ό,τι γνώμη θέλετε για την φύση και τον σκοπό της Μεταρρυθμίσεως, για το πνευματικό και ηθικό ποιόν και τα ελατήρια των οπαδών-της.

Δεν ζητούμε καθόλου να σας «εξαναγκάσωμεν» —• ποιος σας εξηνάγκασε; σας εξεβίασε ποτέ κανένας δημοτικιστής στο δρόμο; —να καταλάβετε την ανυπολόγιστη, κοινωνική, παιδαγωγική, λαοπλαστική σημασία που έχει η Αναμόρφωση.

Πρέπει όμως, αν όχι άλλο, τουλάχιστο να καταλάβετε, ότι δεν σας δώσαμε το δικαίωμα ν’ αμφισβητήτε την φιλοπατρία κανενός-μας, κανενός Έλληνος δημοτικιστή. Αλλά τουλάχιστο γυρεύουμε σεβασμό προς την ειλικρίνεια των προσώπων που αγωνίζονται τον αγώνα τον καλόν. Και αν δεν σας περισσεύη σεβασμός για τα πρόσωπα, απαιτούμε τον σεβασμό προς την ελευθερία της γνώμης, της ιδέας.

Ελπίζαμε να παύση η τρομοκρατία• ελπίζαμε ότι αφού η κατ’ εξοχήν χώρα της Ελευθερίας είδε τις απαίσιες κηλίδες των Ευαγγελικών και των Ορεστειακών, ελπίζαμε ότι ο πέπλος της λήθης θα τα σκεπάση όλα μια για πάντα. Και έρχεστε τώρα να ξανασκαλίξτε με την μασιά-σας τη μισοσβησμένη στάχτη και μιλάτε – χωρίς να φοβηθήτε τις σκιές των Αρμοδίων – περί μείζονος του πρέποντος ανεκτικότητος, μείζονος του πρέποντος ελευθερίας. Και μας μιλείτε καθώς ούτε στους υπηρέτας-σας δεν θα μιλούσατε• «Αλλά θα ανακράξωμεν τότε ημείς μετά θάρρους εν ονόματι της ιδέας, υπέρ ης ζώμεν και θ’ αποθάνωμεν: Στήτε• παύσατε το μιαρόν έργον υμών. . .» κτλ.

Μη νομίσητε ότι μας πτοούν όσα μας απειλείτε, ότι μας τρομάζουν οι ονειδισμοί και οι χλευασμοί, οι φιλοφρονήσεις κάθε είδους με τις οποίες μας λούζετε. Είναι νόμισμα που έχουμε και μεις στις τσέπες-μας, και θα μας ήταν πολύ εύκολο να το βάλουμε σε κυκλοφορία. Αλλά δεν μας χρειάζεται. ΙΙληρώνουμε τίμια και όχι με κάλπικα.

Στεκόμαστε πολύ ψηλά, τόσο ψηλά, ώστε οι βρισιές ξεσπούν στα πόδια-μας, αν δεν γυρνούν πίσω, από εκεί που ήρθαν. Είναι για μας παράσημα, είναι τίτλος τιμής για τον καθένα-μας.


1. γερμανικά: δεν μπορώ να μπω στο μυαλό σας
2. αγγλικά: ασανσέρ
3. ρηγμίν-ίνος: το σημείο όπου σκάει, το κύμα.
4. κραυγή.
5. αβυρτάκη: κάποιο καρύκευμα όπως η μουστάρδα• αφύη: ψιλό ψάρι, σαρδέλα

Μανόλης Τριανταφυλλίδης, «Ανοιχτό γράμμα για το γλωσσικό ζήτημα». Επιλογή από το έργο-του (επιμ. Ξ.Α. Κοκόλης), Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών, Θεσσαλονίκη, 1982, σ. 3-4, 22-24



Δευτέρα 7 Μαΐου 2012

εγέρ-θουτου

(στη Νάντια)

προφανώς το ζήτημα αυτού του ποστ δεν είναι πρωτίστως γλωσσικό, αλλά γλωσσικά είναι τα ενδιαφέροντα αυτού του μπλογκ και γι' αυτό γλωσσικά το προσεγγίζουμε.
 Ας υποθέσουμε ότι ακούμε την παρακάτω προσταγή:
/eγérθutu/
(εγέρ-θουτου)
αμέσως μετά έχουμε τη μετάφρασή της, δηλαδή:
/óli órθii/
(όλοι όρθιοι)
και ακολουθεί ένας «σωστός» αρχαίος τύπος:
/eγérθiti/
γέρθητι
ακούστε

η προσταγή απευθύνετε σε πολλούς, δηλαδή χρειάζεται πληθυντικό, δηλαδή:
/eγérθite/
ἐγέρθητε
Βεβαίως οι αιτίες του παραπάνω επεισοδίου δεν βρίσκονται στη γλώσσα και το πρόβλημα δεν είναι γλωσσικό, αλλά (και) γλωσσικά φαίνεται η ημιμάθεια (;) που στρεβλώνει βάναυσα και επικίνδυνα (και) την αρχαιότητα.