Δευτέρα 14 Μαρτίου 2011

Νέο γλωσσικό; (Παντελής Μπουκάλας)

[…]
Εφόσον δεν αντιμετωπίζουμε τον αρχαιοελληνικό πλούτο σαν κοιμητήριο λέξεων (κάποιες από τις οποίες υποτίθεται ότι θα τις ανακαλέσει η «φυλετική μνήμη» μας αν τις συναντήσει στο πρωτότυπο) αλλά σαν ζώντα πνευματοφόρο οργανισμό, σαν κόσμο σκέψεων, σαν όργανο αγωγής, το πρώτο που θα ‘πρεπε να μας απασχολεί είναι η προσπέλαση αυτού του πλούτου από όσο το δυνατόν περισσότερους, όσο το δυνατόν ουσιαστικότερα και πιο έγκαιρα -και ως προς αυτά, η διδασκαλία από καλές μεταφράσεις μετράει πολλά προτερήματα. Ο τρόπος που διδαχτήκαμε οι περισσότεροι τα αρχαία ήταν αποδοτικός μόνο για όσους εμπορεύονταν «μεταφρασάρια», που μας φάρμακωναν μαζί με τα «λυσάρια». Και δε μπορεί να αποδειχτεί εύκολα ότι αυτή η στρεβλή η νόθα σχέση με τα αρχαία βοήθησε πολλούς να «γράφουν καλύτερα ελληνικά», ιδίως αν συνεκτιμηθεί ότι υπό το τότε ιδεοληπτικό καθεστώς, τα αρχαία προτείνονταν απλώς σαν μια καθαρότερη καθαρεύουσα. Τα αμαρτήματα της καθαρεύουσας τα πληρώνει ακόμη η δημοτική: την παθητική σύνταξη, τον μακροπερίοδο λόγο, την ονομαστική και όχι ρηματική εκφορά. Και καθαρευουσιάνικος είναι εν πολλοίς ο κυρίαρχος δημόσιος λόγος - πολιτικών ρητόρων, τηλεσχολιαστών, γραφιάδων, αλλά και επιστημόνων, εκπαιδευτικών και ουκ ολίγων λογοτεχνών.

Όσοι ταυτίζουν αυτόν τον δημοσίως εκφερόμενο λόγο με το σύνολο της νεοελληνικής γλώσσας, όσοι φρονούν πώς η μόνη δημοτική είναι η δημοτική των τοκ σόου ή των κομματικών αρχηγών (συν τη δημοτική που υποτίθεται ότι μιλούν οι έφηβοι όπως τους αναπαριστάνουν οι μεγάλοι στις σκωπτικές επιθεωρήσεις τους), καταλήγουν αναπότρεπτα στην πεποίθηση ότι η γλώσσα φτώχυνε αθεράπευτα (αν δεν ξεκινούν από αυτήν τη δογματική πεποίθηση, για να στριμώξουν στο καλούπι της τα κουτσουρεμένα δεδομένα). Η επόμενη κίνησή τους είναι να συσχετίσουν τη λεξιπενία με την «κατάργηση της διδασκαλίας των αρχαίων». Αλλά ακόμη κι αν εννοούν αποκλειστικά τη διδασκαλία από το πρωτότυπο, και πάλι σφάλλουν: ο λόγος των αρχαίων διδάσκεται, και στο πρωτότυπο και μεταφρασμένος, οπότε οι μελοδραματικοί τόνοι περιττεύουν. Περιττεύουν επίσης οι επικήδειες τελετές υπέρ αναπαύσεως του ελληνικού πολιτισμού, τον οποίον ορισμένοι ολοφυρόμενοι θεωρούν ήδη τελευτήσαντα (οπότε τίθεται το ερώτημα σε ποιον απευθύνουν τις προτροπές ή τον κλαυθμό τους).

Δεν είναι μία η ομιλούμενη και γραφομένη• για να διαμορφωθεί η σύνθετη εικόνα της συμβάλλουν ποτάμια και ποταμάκια• αλλιώς μιλούν και γράφουν οι λόγιοι, αλλιώς οι εκφωνητές ειδήσεων• αλλιώς οι ποιητές, αλλιώς οι πεζογράφοι, αλλιώς οι πιτσιρικάδες, αλλιώς οι παλαιότεροι• αλλιώς μιλάς όταν είσαι ερωτευμένος κι αλλιώς όταν σε πνίγει η μοναξιά• αλλιώς οι πολιτικοί, αλλιώς οι ψηφοφόροι• αλλιώς όταν θες να συνεννοηθείς, αλλιώς όταν θες να επιδειχθείς• αλλιώς όταν ψωνίζεις στην αγορά κι αλλιώς όταν φιλοσοφείς• αλλιώς όταν προσεύχεσαι κι αλλιώς όταν βλασφημάς• αλλιώς στην πόλη, κι αλλιώς (ακόμα) σε χωριά, νησιώτικα ή ορεινά. Πίσω από τη φαινόμενη ραδιοτηλεοπτική γλώσσα, την οποία εσφαλμένα εκλαμβάνουμε-, σαν πιστότατο αντίτυπο της σύνολης ελληνικής, υπάρχει πλούτος, ποικιλία και ένταση, όπως υπάρχει και δυσαρθρία και κακόζηλοι ξενισμοί. Ας μην τεμαχίζουμε λοιπόν τη γλώσσα για, να στρέψουμε τα πυρά μας στη φέτα που διευκολύνει το δογματισμό μας, διότι στην περίπτωση αυτή απλώς σκιαμαχούμε, κι ας έχουμε την εντύπωση ότι παλευτούμε με θηρία.

Παντελής Μπουκάλας, Καθημερινή, 19-5-1996

Τετάρτη 2 Μαρτίου 2011

"λεξικράτεια" (Αλέξανδρος Δελμούζος)

«Κλείνω την ανάλυση, που έκαμα παραπάνω με το ακόλουθο απλό μα χαρακτηριστικό πείραμα. Σε παιδιά της πέμπτης και έκτης του δημοτικού, που όλα τα χρόνια είχαν διδαχτή μόνο την επίσημη γλώσσα, δώσαμε δέκα κοινότατα ουσιαστικά στη δημοτική και άλλα δέκα στην καθαρεύουσα: ψωμί, κρασί, ψάρι, όνυξ, ωόν, ώτα κ.τ.λ. Η δοκιμή γινόταν με το κάθε παιδί χωριστά. Του απαγγέλαμε καθαρά τη λέξη, κι αυτό έπρεπε να ειπή αμέσως την πρώτη πρώτη λέξη που του ερχόταν στο μυαλό αυθόρμητα και χωρίς σκέψη καμία. Ένας βοηθός σημείωνε με το χρονόμετρο την ώρα που περνούσε από τη στιγμή που λέγαμε τη λέξη ως τη στιγμή που αποκρινόταν το παιδί. Ογδόντα στα εκατό από τις αποκρίσεις που παίρναμε στις λόγιες λέξεις ήταν οι αντίστοιχες δημοτικές: όνυξ - νύχι, ωόν - αυγό, κτλ. και η ώρα που χρειαζόταν για να αντίδραση το παιδί ήταν κατά μέσον όρο ένα τρίτο περισσότερο από την ώρα που ήθελε η δημοτική λέξη. Στις δημοτικές λέξεις με αναλογία εβδομήντα σχεδόν στα εκατό είχαμε τέτοιες απαντήσεις: ψωμί - μαύρο, κρασί- ρετσίνα, ψάρι - δίχτυ ή θάλασσα κ.τ.λ. Στην πρώτη δηλαδή περίπτωση το μυαλό του παιδιού πήγαινε από τη μια λέξη στην άλλη, έκανε μετάφραση• στη δεύτερη περίπτωση η δημοτική λέξη ξυπνούσε γρηγορώτερα παρά πριν κάποια έννοια ή παράσταση που είχε με την έννοια που άκουσε το παιδί μια σχέση λογική. Από τη μιά μεριά λέξεις κι από την άλλη ουσία. Και το ότι όμως τριάντα στα εκατό από τις δημοτικές λέξεις έφεραν αυθόρμητα τις αντίστοιχες λόγιες, δε δείχνει τόσο πως τ' αντίστοιχα σύμβολα έχουν συνδεθή μεταξύ τους στενώτερα, όσο πως το παιδικό μυαλό έχει αρχίσει να παραστρατίζη προς τη λεξικράτεια».

Αλέξανδρος Δελμούζος, «Δημοτικισμός και παιδεία»