Πέρα από το γεγονός ότι στοιχειώδεις γλωσσολογικές γνώσεις απαγορεύουν να περιγράφεται μια γλώσσα σαν δέντρο ή φυτό ή βιολογικός οργανισμός, η εξήγηση της φτώχειας με την απομάκρυνση από τις ρίζες είναι και λογικά αθέμιτη. Εφόσον συστατικό της ζωής και της διάρκειας των γλωσσών (πράγμα που ρητά δεν αμφισβητεί απολύτως κανένας) είναι η εξέλιξη και η αλλαγή, η κάθε γλώσσα ασταμάτητα μέσα στο χρόνο, όσο μιλιέται, απομακρύνεται από τις "ρίζες" της και δεν μπορεί παρά να απομακρύνεται ακριβώς επειδή μιλιέται.
Ο αναπλουτισμός με τα αρχαία ελληνικά είναι συλλογισμός σημασιολογικά ανώμαλος, γιατί στηρίζεται σε δύο λανθάνοντα αξιώματα που αλληλοαποκλείονται λογικά. Η θέση "η γλώσσα φτωχαίνει επειδή απομακρύνεται από τις ρίζες" στηρίζεται στο λανθάνον αξίωμα ότι δεν πρέπει να απομακρύνεται από τις ρίζες, άρα δεν πρέπει να εξελίσσεται και να αλλάζει. Η θέση "η φτωχή και υποβαθμισμένη γλώσσα θα ξαναπλουτίχει με την αναγωγή της στα αρχαία ελληνικά", στηρίζεται στο λανθάνον αξίωμα ότι πρέπει να αλλάξει, αλλά προς την αντίθετη κατεύθυνση, να "ανανεωθεί" με την "αναγωγή" στις αρχαίες ρίζες. Contradictio terminis (ανανέωση = αλλαγή προς τα πίσω) που γίνεται παγίδα, γιατί επιτρέπει στους χρήστες της να υπερασπίζονται τη στασιμότητα της γλώσσας και συγχρόνως την αλλαγή της, να προτείνουν να σταματήσει η "λαθεμένη" αλλαγή, που οδηγεί στην παρακμή και να αρχίσει η "σωστή" αλλαγή, που θα την καθαρίσει από τη "ρύπανση" και θα την πλουτίσει με... ομηρικούς νεοελληνισμούς.
Άννα Φραγκουδάκη,
Γλώσσα και Ιδεολογία, Οδυσσέας, Αθήνα 1987, σ. 224-225