Κυριακή 30 Ιανουαρίου 2011

Δ. Μαρωνίτης – Γ. Μπαμπινιώτης σε μια συζήτηση από τα παλιά


Το απόσπασμα που ακολουθεί προέρχεται από τη συζήτηση που έγινε μεταξύ Δ. Μαρωνίτη και Γ. Μπαμπινιώτη (προέδρου τότε του Π.Ι) στα γραφεία της εφημερίδας το Βήμα στις 18 Απριλίου 1993. Τη συζήτηση συντόνισε ο μετέπειτα υπουργός Παιδείας Π. Ευθυμίου και τότε πολιτικός συντάκτης της εφημερίδας.

Ο τίτλος του άρθρου είναι: Η μάχη της γλώσσας

Ο υπέρτιτλος: Δύο ειδικοί συζητούν και διαφωνούν

Ο υπότιτλος: Η επαναφορά των αρχαίων στα γυμνάσια: υπέρμαχοι και επικριτές

[…]

Πέτρος Ευθυμίου: Θα ρωτήσω κάπως απλοϊκά, κ. Μαρωνίτη. Αν υποθέσουμε ότι διαφωνείτε απολύτως στη θεραπεία, μήπως συμφωνείτε όμως στη διάγνωση, όπως την έκανε ο κ. Μπαμπινιώτης; Δηλαδή ο κ. Μπαμπινιώτης είπε ότι υπάρχει λεξιπενία, μια αδυναμία στη δημιουργική χρήση της γλώσσας στους μαθητές, σε όλα τα επίπεδα, ιδίως στο λεξιλογικό. Συμφωνείτε σ’ αυτό;

Δ. Μαρωνίτης: Θα απαντήσω με δύο λέξεις. Αν υπάρχει λεξιπενία σήμερα, αν υπάρχει – είναι ατεκμηρίωτη κατά τη γνώμη μου και αναπόδεικτη – αυτή είναι διάχυτη σε όλο τον ελληνικό χώρο, και σε όλους τους νεοέλληνες ομιλητές. Δεν βαρύνει ειδικώς τους μαθητές του Γυμνασίου. Πρέπει να σας πω ότι έχω κακή πείρα. Έχω ακούσει να διαπράττουν τα ίδια λάθη για τα οποία κατηγορούνται οι μαθητές του Γυμνασίου ή του Λυκείου, πανεπιστημιακοί δάσκαλοι την ώρα της παράδοσης, κοινοβουλευτικοί ρήτορες την ώρα των αγορεύσεών τους, πρόεδροι του Αρείου Πάγου κατά την αγόρευση. Να θεωρούμε ότι διαπράττονται σημασιολογικά ή φωνητικά ή μορφολογικά άλλου τύπου λάθη, ειδικά από τους μαθητές, και ότι αυτό οφείλεται στο γεγονός της αποκοπής τους από τον περίφημο ομφάλιο λώρο της καθαρεύουσας κατ’ ουσίαν και της αρχαίας, αυτό, κατά τη γνώμη μου, είναι απολύτως ανακριβές και, εν πάση περιπτώσει, εντελώς αυθαίρετο.

Γ. Μπαμπινιώτης: Δεν χρειάζεται να πω ότι υπάρχει μια πλήρης διαφωνία μ’ αυτά που λέει ο κ. Μαρωνίτης, ο οποίος στο σημείο αυτό βέβαια γλωσσολογεί και δεν κρατάει την απόσταση κλασικού φιλολόγου και γλωσσολόγου…

Δ. Μαρωνίτης: Εγώ μεν μπορεί να γλωσσολογώ, εσείς όμως, ως πρόεδρος του Παιδαγωγικού Ινστιτούτου, όχι απλώς φιλολογείτε, αλλά υπερφιλολογείται, διότι καλύπτετε και πάτε να καλύψετε, με το corpus κειμένων της αρχαίας ελληνικής γραμματείας και της λόγιας παράδοσης, υποτίθεται, τα γλωσσολογικά σας ζητούμενα. Επομένως είμαστε τουλάχιστον πάτσι-πάτσι. Αν εγώ γλωσσολογώ, εσείς υπερφιλολογείτε και έχετε και τη διαχείριση της εξουσίας γι’ αυτή την υπερφιλολόγηση, την οποία επιχειρείτε…

Τετάρτη 5 Ιανουαρίου 2011

Ο πλούτος των Αρχαίων Ελληνικών, ένδεια των Νέων; (Γιάννης Χάρης)

Στο μπλογκ του Γιάννη Χάρη μπορεί να βρει κάποιος πολλά ποστ για τα αρχαία ελληνικά. Δεξιά, στο μενού, υπάρχει ειδική κατηγορία με τον τίτλο αρχαία ελληνικά
Σταχυολογούμε από το κείμενό του «Ο πλούτος των Αρχαίων Ελληνικών, ένδεια των Νέων;» [γ΄]

Πώς θα διδαχτεί, έγραφα, ένας μαθητής ότι το επιβάλλομαι θέλει γενική στα αρχαία αλλά (εμπρόθετη) αιτιατική στα νέα; Ακόμα πιο απλά, και με παραδείγματα από μη μαθητές, όπως πάντα: όταν το ενεργό ακόμα και οπωσδήποτε κατανοητότατο ουδείς θεωρείται απολύτως εναλλάξιμο με το νεοελληνικό κανένας, και διαβάζουμε ότι: «ουδείς ηνοχλήθη» (αλλά και το «ηνοχλήθη» θα το δεχτούμε;), άλλος γράφει: «ουδείς δεν πρέπει να αποκλείσει το ενδεχόμενο», που σημαίνει ότι δεν διδάχτηκε, δεν ξέρει ή του διέφυγε πως σήμερα λέμε «κανένας δεν», δηλαδή διπλή άρνηση, δεν συνέβαινε όμως το ίδιο και με το ουδείς. Αλλά νά και το αντίστροφο λάθος: «σε κανένα από τα πεπολιτισμένα [sic] κράτη της ανθρωπότητας σημειώνεται…» Και τότε επανέρχομαι: είναι όντως ενεργό ακόμα; και τι επιπτώσεις έχει –προσέξτε: αυτή η απλούστατη λεξούλα– στην εκμάθηση και την καλλιέργεια της νεοελληνικής γλώσσας;
[…]
Και πια στα συντακτικά χωράφια, όπου η αμέριμνη περιδιάβαση αποτελεί ακόμα πιο φιλόδοξο και παρακινδυνευμένο εγχείρημα απ’ ό,τι στο λεξιλογικό ή το μορφολογικό επίπεδο• εδώ θάλλει η τρέχουσα «γενικομανία», με όλες τις λανθασμένες, και σε αρχαία και σε νέα ελληνικά, γενικές: από τα σχεδόν κοινολεκτούμενα «διαφεύγει της προσοχής», «μετέρχεται όλων των μέσων» ώς το ασχολίαστο «οι δρόμοι δεν διεπλέοντο αυτοκινήτων»• και τα «υπέρ του δέοντος» και «συν του γεγονότος». Και όταν γενικότερα μας πνίγει ο καημός για τη συνθετική γλώσσα, με τα απαρέμφατά της και τις μετοχές: πόσες φορές δεν το ’χουμε δει αυτό το λάθος: «η μελαγχολία της επιζήσαντος της τραγωδίας», κι ενώ διόλου καλύτερη δεν θα ’ταν «η μελαγχολία της επιζησάσης της τραγωδίας», ή μήπως «της επιζήσασας» –δεν είναι νέα ελληνικά αυτά, δεν είναι δηλαδή σήμερα ελληνικά.
[…]
Γενικότερα, πέρα από τους ξενισμούς, που άλλοτε είναι εκούσια δάνεια για την κάλυψη υπαρκτών κενών ή απλώς για τον εμπλουτισμό της γλώσσας, σε όλα τα επίπεδα, και άλλοτε ασύνειδες επιρροές που περνούν μέσα από χαραμάδες, οι οποίες οφείλονται ακριβώς σε ατελή γνώση του μηχανισμού της ίδιας μας της γλώσσας, πέρα λοιπόν από τους ξενισμούς (και πάντως στη φάση που δεν έχουν ακόμα αφομοιωθεί απολύτως στη γλώσσα), σχεδόν όλες ή πάντως οι συντριπτικά περισσότερες κατηγορίες λαθών που εντοπίζονται στην τρέχουσα γλωσσική χρήση σχετίζονται με την ιδεολογικοποιημένη προσέγγιση των ΑΕ, και μόνο δευτερευόντως με την αμέθοδη διδασκαλία των ΑΕ (χρειάζεται άραγε να προσθέσω εδώ: και των ΝΕ;).

Είναι όμως απλώς αμέθοδη; Δηλαδή το πρόβλημα της διδασκαλίας των ΑΕ είναι πρόβλημα μεθόδου, όπως πιστεύεται γενικά; «Το πρόβλημα έγκειται κυρίως αλλού: στην επιλογή των περιεχομένων και των διδακτικών σκοπών του μαθήματος, στην απουσία κάθετης και οριζόντιας σύνδεσης των αναλυτικών προγραμμάτων, στην αγνόηση των κοινωνικών και ψυχονοητικών προϋποθέσεων της μάθησης…» γράφει ο σχολικός σύμβουλος φιλολόγων Δ. Κ. Μαυροσκούφης («Η διδασκαλία των ΑΕ στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση: μορφωτικό αγαθό ή εκπαιδευτικό αδιέξοδο;», Φιλόλογος 108, 2002, σ. 258-266).

Που σημαίνει, όπως συνάγεται από τα λόγια τώρα του εκπαιδευτικού, πως δεν υπάρχει, δεν μπορεί να υπάρξει μέθοδος. Γιατί κάθε μέθοδος θα σκοντάφτει στην ιδεοληπτική αντιμετώπιση των ΑΕ. Η οποία ιδεοληπτική αντιμετώπιση γεννά και τις ασύστατες απόψεις για την ανεπάρκεια των ΝΕ και την αναγκαστική ενίσχυσή τους από τα ΑΕ. Αλλά, ανεξάρτητα από αυτόν τον πολύ βασικό πλην «υποκειμενικό» και μακάρι περιστασιακό παράγοντα, μέθοδος δεν μπορεί να υπάρξει, όπως προσπάθησα να δείξω με τις τρεις επιφυλλίδες μου, εξαιτίας ενός άλλου, απολύτως καθοριστικού παράγοντα, αντικειμενικού τη φορά αυτή: αναφέρομαι στη συγγένεια ακριβώς των δύο –χοντρικά– γλωσσικών μορφών, αρχαίας και νέας, των δύο μορφών της μίας γλώσσας, που γι’ αυτό, έστω, και μόνο έχουν τόσες διαφορές όσες και ομοιότητες. Ή ακριβέστερα, και κυρίως λόγω της μακραίωνης ιστορίας της γλώσσας, οι δύο βασικές της μορφές έχουν περισσότερες διαφορές και λιγότερες ομοιότητες, εφόσον οι ομοιότητες εντοπίζονται στο λεξιλογικό επίπεδο, ενώ στη δομή έχουμε, όπως είπαμε, την τεράστια απόσταση που χωρίζει μια συνθετική από μια αναλυτική γλώσσα.


Άλλα τρία κείμενα του Γιάννη Χάρη για τη διδασκαλία της αρχαίας ελληνικής γλώσσας:
Αρχαία, για να μη μιλάμε νέα [α΄]
Αρχαία-νέα: συγγενείς μα αντίπαλες μορφές [β΄]
Να καταργηθούν τα αρχαία; [δ΄]