Όπως και μετά τους Βαλκανικούς πολέμους και τη δημιουργία νέων συνθηκών εθνικής ζωής, έτσι και τώρα υπάρχει ένα ζήτημα επαναπροσδιορισμού της συνομιλίας της Ελλάδας με την Ευρώπη. Το αρχετυπικό δίλημμα Ανατολή/ Δύση οδηγούσε τότε, αλλά εν πολλοίς οδηγεί και σήμερα, στην αναζήτηση μιας εθνικής ιδιαιτερότητας, που θα κάλυπτε την όποια αδυναμία της ελληνικής πλευράς και θα εξασφάλιζε την ισότιμη επικοινωνία με το ηγεμονικό δυτικό περιβάλλον. Έτσι, η επικοινωνία αυτή γινόταν μέσα από ένα λόγο ο οποίος δήλωνε μόνιμα πως το εθνικό υποκείμενο είναι κάποιο άλλο: είτε η Αρχαία Ελλάδα είτε η Βυζαντινή Αυτοκρατορία.
Ο ρόλος της γλώσσας στη διολίσθηση προς την παγίδα αυτή είναι μεγάλος: οι σημερινοί κυρίαρχοι ευρωπαϊκοί πολιτισμοί έχουν αφομοιώσει, έχουν κάνει δικά τους συστατικά στοιχεία, και τον αρχαιοελληνικό και τον βυζαντινό πολιτισμό` και ενδιαφέρονται γι' αυτούς ακριβώς επειδή οι πολιτισμοί τούτοι αποτελούν ουσιώδεις συντελεστές του ευρωπαϊκού πολιτισμού, και όχι επειδή έχουν συντηρηθεί και επιβιώνουν μέσα στον νεοελληνικό πολιτισμό. Το γλωσσικό όργανο που συνιστά την απόδειξη της σύνδεσης του νέου ελληνισμού με τον αρχαίο δημιουργεί την εντύπωση μιας ισοτιμίας μέσω γλώσσας και μπορεί να ξεγελάσει και να οδηγήσει σε σύγχυση ως προς την πολιτιστική παραγωγή που εξάγεται και τίθεται σε κυκλοφορία: αυτό που εξάγεται και ανταλλάσσεται είναι το πολιτιστικό προϊόν και όχι η γλώσσα. Η γλώσσα είναι όχημα που ταξιδεύει χιλιοφορτωμένο από πραγματικότητες αλλά και από φαντασιώσεις και ιδεολογήματα.
Ρένα Σταυρίδη – Πατρικίου, Γλώσσα, Εκπαίδευση και Πολιτική, Αθήνα: Ολκός, σελ. 184-185
Σε όλες ανεξαιρέτως τις εκπαιδευτικές μεταρρυθμίσεις (1913, 1929, 1964, 1975), ακόμα και στις πιο πρόσφατες, η συστηματική αντίδραση που σημειωνόταν εκ μέρους σημαντικών θεσμικών φορέων, όπως της Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών αλλά και ενός μέρους της κοινωνίας απέναντι σε προτεινόμενες εκπαιδευτικές καινοτομίες αφορούσε πάντα δύο τομείς: το βιβλίο της Ιστορίας και τη μετάφραση των αρχαίων.
Παραθέτω δύο μόνο παραδείγματα, με μεγάλη χρονική απόσταση μεταξύ τους, στα οποία είναι φανερά τα εξής: η αποδοχή ως αυτονόητου του πλέγματος του εθνικού με το θρησκευτικό, η αποδοχή αυτού του πλέγματος ως θεμέλιου της ελληνικής υπόστασης και ο φόβος της αλλοτρίωσης αυτού του θεμελίου από οποιαδήποτε νεωτερική μεταβολή.
Το πρώτο: το 1914 η Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών υπέβαλε στην κυβέρνηση ένα υπόμνημα με αφορμή τα εκπαιδευτικά νομοσχέδια που είχαν κατατεθεί στη Βουλή το 1913. Ο συντάκτης του υπομνήματος, αφού διαπιστώσει ότι με τα νομοσχέδια «καταφέρεται δεινόν πλήγμα κατά της διδασκαλίας της αρχαίας ελληνικής γλώσσης», καταλήγει: «Ενί λόγω, άνευ διδασκαλίας των αρχαίων ελληνικών κινδυνεύει να υποσκαφή αυτή η κρηπίς της εθνικής και θρησκευτικής του ελληνικού λαού διαπαιδαγωγήσεως».
Το δεύτερο παράδειγμα αντλείται από την εκπαιδευτική μεταρρύθμιση του 1964, η οποία εισήγαγε, όπως είναι γνωστό, τη διδασκαλία των Αρχαίων στο Γυμνάσιο από μετάφραση και ενέταξε στη σχολική ύλη νέα διδακτικά βιβλία ιστορίας. Η διδασκαλία από μετάφραση θεωρήθηκε από τους πολέμιους της μεταρρύθμισης, όπως χαρακτηριστικά τόνιζε ο Κ. Γεωργούλης, «έκφρασις εχθρική προς την ελληνοχριστιανικήν παράδοσιν». Αυτοί δε που επέδειξαν πάντα «εχθρότητα» και «απιστία» ήταν, κατά τον ίδιο, «οι φορείς του εκπαιδευτικού μεταρρυθμιστικού κινήματος από των αρχών του αιώνος». Ύστερα από αυτές τις επιθέσεις το καλοκαίρι του 1965, δηλαδή το καλοκαίρι της Αποστασίας ένα βιβλίο ιστορίας πολτοποιήθηκε: Η Ρωμαϊκή και Μεσαιωνική Ιστορία του Κώστα Καλοκαιρινού.
Θα ήθελα να θυμίσω, σε παρένθεση, ότι ακόμα και τώρα που οι επιστήμες του ανθρώπου έχουν κατορθώσει να διακρίνουν τα στερεότυπα από τις πραγματικότητες, που αυτές οι ιδεολογικές αντιπαραθέσεις έχουν γίνει οι ίδιες αντικείμενο μελέτης, που το φάντασμα του ελληνοχριστιανικού ιδεολογήματος δεν πλανιέται πάνω από την επιστημονική κοινότητα, πάλι αν τύχει και κάτι δεν πάει καλά στην εκπαίδευση, θα έχει σχέση με τη μετάφραση των αρχαίων ή με το σχολικό βιβλίο της ιστορίας. Οι δύο δραστηριότητες – η μετάφραση και η ιστορική έρευνα – έχουν κάτι κοινό. Η μετάφραση είναι πράξη ελευθερίας. Απελευθερώνει τη γνώση και την παραδίδει στην κοινή αντίληψη. Ξέρουμε όμως πια ότι η έρευνα δεν απελευθερώνει αποκλειστικά και μόνο μία γνώση, ούτε αποκλειστικά και μόνο μία αλήθεια. Γι’ αυτό και τόσο η μετάφραση όσο και η έρευνα αποτελούν στόχο όσων θέλουν να επιβάλουν τη μία και αποκλειστική γνώση και αλήθεια τους.
Ρένα Σταυρίδη – Πατρικίου, Οι φόβοι ενός αιώνα, Αθήνα, 2007, Μεταίχμιο, 91-93
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου