Ενδεικτικά με δυο γκουγκλιές έχουμε αποτελέσματα για περίπου 19.800 αγαναχτισμένους και περίπου 2.960.000 αγανακτισμένους (1/6/2011). Όμως, ένα τέτοιο έντονο συναίσθημα δε μπορεί παρά να είναι φυσική αγανάχτηση. Όσο παραμένει αγανάκτηση, παραμένει ελεγχόμενο από μαθημένες λόγιες επιδράσεις.
Βασίλης Συμεωνίδης
Σωτήρης Γκαρμπούνης
αγανακτώ [aγanaktó] Ρ10.9α μππ. αγανακτισμένος* & αγαναχτώ [aγanaxtó] Ρ10.11α μππ. αγαναχτισμένος* : 1.θυμώνω, δυσανασχετώ έντονα ιδίως επειδή θίγονται τα αισθήματα της αξιοπρέπειας, της δικαιοσύνης ή του φιλότιμου: Αγανάκτησε και ξέσπασε. Αγανακτεί με την τεμπελιά και την απροθυμία των ντόπιων. Αγανάκτησε για την αδικία. 2. κάνω κπ. να θυμώσει, να δυσανασχετήσει έντονα: Με αγανάκτησε ο αφιλότιμος με την επιμονή του. 3. δυσκολεύομαι, κοπιάζω να πετύχω κτ.: Ώρες σε ψάχνω, αγανάχτησα για να σε βρω• ΣYN έκφρ. είδα κι έπαθα.
[λόγ. < αρχ. ἀγανακτῶ• μσν. αγαναχτώ < αρχ. ἀγανακτῶ με ανομ. τρόπου άρθρ. [kt > xt] ]
αγανακτισμένος -η -ο [aγanaktizménos] & αγαναχτισμένος -η -ο [aγanaxtizménos] Ε3 μππ. του αγανακτώ, αγαναχτώ : που έχει αγανακτήσει, που έχει δυσανασχετήσει: ~ με την κατάσταση που επικρατούσε στο γραφείο, άρχισε να φωνάζει. αγανακτισμένα & αγαναχτισμένα ΕΠIΡΡ με αγανάκτηση, με θυμό: Του απάντησε ~.
[-χτ-: μσν. αγανακτισμένος μππ. του αγανακτώ με ανομ. τρόπου άρθρ. [kt > xt]· -κτ-: λόγ. επίδρ.]
αγανάκτηση η [aγanáktisi] & αγανάχτηση η [aγanáxtisi] Ο33 : θυμός, έντονη δυσανασχέτηση, ιδίως αυτή που προκαλείται όταν θίγονται τα αισθήματα της αξιοπρέπειας, της δικαιοσύνης ή του φιλότιμου: H δολοφονία προκάλεσε την ~ της κοινής γνώμης. Γενική / λαϊκή / δίκαιη ~. Με πνίγει η ~.
[λόγ. < αρχ. ἀγανάκτη(σις) -ση• μσν. αγανάχτηση < αρχ. ἀγανάκτησις με ανομ. τρόπου άρθρ. [kt > xt] ]
Τα λήμματα είναι από το Λεξικό της κοινής νεοελληνικής. Δωρεάν στο Ίντερνετ εδώ
3 σχόλια:
Όχι μόνο συμφωνώ αλλά προσθέτω και τα εξής επιστημονικώς επιβεβαιωμένα:
Όμως, ένα τέτοιο έντονο συναίσθημα δε μπορεί παρά να είναι φυσική αγανάχτηση.
Άλλωστε η αγανάχτηση διαβάζεται και "αγαν-ΑΧΤΙ-ση
Όσο παραμένει αγανάκτηση, παραμένει ελεγχόμενο από μαθημένες λόγιες επιδράσεις.
Άλλωστε ο αγανακτισμένος διαβάζεται και "αγανα-ΚΤΙΣΜΕΝΟΣ"
Παναγιώτης
γεια σου Παναγιώτη,
ακόμα και ο Μπαμπινιώτης (!) παραδέχεται την αβέβαιη ετυμολογία που παραθέτει στο λεξικό του (κάτι για άγαν + έχω, κάτι για ίσως..., κάτι για πιθανόν...). Βέβαια, αν και αβέβαιη, την παραθέτει· ίσως κάπως έτσι γεννιούνται οι ιδεοληπτικές βεβαιότητες των αβέβαιων συνειδήσεων. Για φαντάσου, ακόμα και ο μπα;
Αφού, λοιπόν, είναι έτσι τα πράγματα, δηλώνω:
α) ότι αποδέχομαι τη δική σου επιστημονική ετυμολογία
β) ότι τόσα χρόνια δε μπορούσα να αγαναχτίσω, εφόσον δεν ήξερα την ετυμολογία της λέξης :)
γ) ότι θα νιώθω άσχημα κάθε φορά που θα ξαναχρησιμοποιώ λέξη χωρίς να ξέρω - έστω - την πιθανή ετυμολογική αναγωγή της στην αρχαία αττική διάλεχτο.
υγ. άχτι < τουρκ. ahd, ahit `όρκος, υπόσχεση΄ (από τα αραβ.) -ι
Βασίλης
συγνώμη:
αγαναχτήσω
αγαναχτήσω
αγαναχτήσω
:)
αλλά γιατί το παθητικό αγαναχτισμένος με ιώτα;
ουφφφφφφ... μπέρδεμα για να αγαναχτεί κανείς
Δημοσίευση σχολίου