Στην ιστοσελίδα του Παιδαγωγικού Ινστιτούτου έχουν αναρτηθεί ολοκληρωμένες δύο προτάσεις σχολικών εγχειριδίων γραμματικής, για την Ε΄ και Στ΄ Δημοτικού (των Φιλιππάκη-Warburton, Γεωργιαφέντη, Κοτζόγλου, Λουκά) και για το Γυμνάσιο (των Χατζησαββίδη Σ. και Χατζησαββίδου Αθ.). Κοινό τους χαρακτηριστικό είναι ότι εμπεριέχουν κεφάλαιο για τη σύνταξη. Αυτό είναι πράγματι θετικό, γιατί ενοποιούνται έτσι τα βιβλία αναφοράς.
Ωστόσο τα βιβλία δε μοιράστηκαν στους μαθητές. Ίσως καλώς, εφόσον θα πρέπει πρώτα να γίνουν αντικείμενο κριτικής από γλωσσολόγους, παιδαγωγούς και εκπαιδευτικούς. Και κάτι τέτοιο είναι απαραίτητο για δύο τουλάχιστον λόγους:
Καταρχάς επειδή η σημασία τέτοιων βιβλίων αναφοράς ξεπερνά κατά πολύ τα όρια του σχολείου. Κυρίως όμως γιατί η σημασία σύγχρονων βιβλίων γραμματικής-συντακτικού της νεοελληνικής γλώσσας είναι καθοριστική και για τη διδασκαλία της αρχαίας ελληνικής, επειδή καθορίζει ομοιότητες και διαφορές μεταξύ των δύο γλωσσών.
Να σταθούμε σε δύο σημεία. Το πρώτο αναφέρεται στην ανάγκη οι νέες γραμματικές να καταγράφουν την κοινή νεοελληνική και μόνο την κοινή νεοελληνική. Σε διαφορετική περίπτωση μάλλον αντιλαμβάνονται την αρχαία ως γλώσσα πρότυπο.
Στο 75ο τεύχος του περιοδικού Φιλόλογος (Άνοιξη 1994) ο Χρίστος Τσολάκης παρουσιάζει δύο έρευνες για την «πολυμορφία στο ρήμα της κοινής νεοελληνικής». Ανάμεσα στα άλλα, για την πρώτη έρευνα επισημαίνει ότι «στόχος ήταν να καταγράψει την ποικιλία τύπων του ρήματος κατά πόλεις, κατά σχολικές τάξεις, κατά ηλικίες μαθητών, και να αναζητήσει ανάμεσα σ’ αυτούς τον ενιαίο (επικρατέστερο) ρηματικό τύπο, ο οποίος θα μπορούσε να θεωρηθεί και τύπος της ευρύτερης γλωσσικής κοινότητας στην οποία ανήκουν τα σχολεία. Γιατί μόνο με βάση την αντικειμενική περιγραφή της γλωσσικής πραγματικότητας θα ήταν δυνατόν να ληφθούν αποφάσεις σχετικές με την πορεία και με τη διδασκαλία της γλώσσας: προετοιμασία διδακτικού υλικού, συγγραφή σχολικών εγχειριδίων, γραμματικών κτλ.». Αυτή η αντικειμενική περιγραφή της γλωσσικής πραγματικότητας μπορεί να γίνει η βάση που θα «βρίσκεται μακριά από ατομισμούς, αρχαϊσμούς, ιδιωματισμούς».
Με αφετηρία τις προηγούμενες διαπιστώσεις και την παράμετρο που αφορά τη χρήση της ελληνικής από τους μαθητές κρίναμε (εδώ, εδώ και εδώ) εστιασμένα τις νέες σχολικές γραμματικές. Έτσι, για παράδειγμα, θεωρούμε ότι η λέξη «πλείστος» δεν αποτελεί τύπο της κοινής νεοελληνικής και γι’ αυτό κακώς περιλαμβάνεται σε μια νεοελληνική γραμματική. Η νεοελληνική γλώσσα έχει για τον υπερθετικό του «πολύς» τον περιφραστικό σχηματισμό «πάρα πολύς» και δεν είναι ανάγκη να υποδείξουμε ως επιλογή τον αρχαίο - λόγιο τύπο «πλείστος». Επιπλέον, κάτι τέτοιο είναι δυνατόν να δημιουργήσει τραγελαφικά γλωσσικά αποτελέσματα. Μ’ άλλα λόγια δεν υπάρχει ανάγκη να υποτάξουμε τη ΝΕ γλώσσα στην ΑΕ, από τη στιγμή που έχει αβίαστα αντικαταστήσει με άλλη μορφή τον συγκεκριμένο υπερθετικό βαθμό.
Φυσικά η χρήση των λόγιων τύπων είναι μια πραγματικότητα που δεν υπάρχει λόγος να αποσιωπηθεί. Ωστόσο, μια σύγχρονη γραμματική θα μπορούσε να τους καταχωρίσει σε ανάλογη προς τη χρήση τους θέση. Πιστεύουμε, λοιπόν, ότι τα λόγια στοιχεία που διασώζονται στη νεοελληνική είτε είναι ενταγμένα σε αυτήν, είτε αποτελούν απολιθώματα, μπορούν να παρατίθενται σε υποσημειώσεις ή σε παράρτημα και όχι στο κύριο μέρος. Μ’ έναν τέτοιο τρόπο, από τη μια μεριά, δεν υποβάλλουμε στους φυσικούς ομιλητές τη χρήση αυτών των στοιχείων και από την άλλη τους διευκολύνουμε να αναγνωρίσουν αυτούς τους τύπους όταν τους συναντούν. Έτσι η Γραμματική επιβεβαιώνει σαφέστερα τον περιγραφικό ρόλο που οφείλει να έχει και συνάμα αναδεικνύει την αυτοτέλεια της κοινής νεοελληνικής. Επίσης αποδεσμεύει διακριτικά τους φυσικούς ομιλητές από λόγιες χρήσεις που λειτουργούν επιβραδυντικά στην καθιέρωση μορφών της ΝΕ.
Δεύτερο σημαντικό σημείο αφορά την ορολογία με την οποία θα περιγράφονται τα γλωσσικά φαινόμενα στις νέες γραμματικές-συντακτικά. Στο πρόλογο της Γραμματική της ελληνικής γλώσσας των Holton, D. Mackridge, P. Φιλιππάκη-Warburton, Ειρ. (Πατάκης 1998) σημειώνονται τα ακόλουθα: «Προσπαθήσαμε όσο το δυνατόν περισσότερο να χρησιμοποιήσουμε παραδοσιακούς γραμματικούς όρους, όπου υπήρχαν, και καταφύγαμε σε όρους από τη σύγχρονη γλωσσολογική επιστήμη μόνο όταν για ένα συγκεκριμένο γλωσσικό φαινόμενο δεν υπήρχε αντίστοιχος όρος στην παραδοσιακή ορολογία, ή στις περιπτώσεις όπου ο παραδοσιακός όρος τείνει να παρουσιάζει με εσφαλμένο τρόπο το φαινόμενο για την περιγραφή του οποίου χρησιμοποιείται. […] Στην πραγματικότητα βρεθήκαμε υποχρεωμένοι να αναθεωρήσουμε την ορολογία που χρησιμοποιήθηκε στο παρελθόν για την περιγραφή της Ελληνικής, μεγάλο μέρος της οποίας βασίστηκε στις περιγραφές της Αρχαίας Ελληνικής από αρχαίους γραμματικούς – γι’ αυτό και κάποιοι όροι δεν είναι κατάλληλοι για την περιγραφή της σύγχρονης γλώσσας».
Η χρήση της ορολογίας που αφορά την αρχαία ελληνική σε πολλές περιπτώσεις είναι ανεπαρκής και δημιουργεί την εντύπωση υποταγής της νεοελληνικής στους κανόνες και τις δομές της αρχαίας. Κάτι τέτοιο προφανώς είναι στρεβλό και αμφισβητεί αντιεπιστημονικά την αυτάρκεια της νεοελληνικής.
Εκείνο που θα μπορούσε να γίνει είναι η σύνταξη μιας γραμματικής-συντακτικού από έναν φορέα, όπως το Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας. Η ευθύνη είναι μεγάλη για να βαραίνει μεμονωμένα πρόσωπα. Το παράδειγμα του Λεξικού της Κοινής Νεοελληνικής του Ιδρύματος Τριανταφυλλίδη δείχνει ότι μια τέτοια προσπάθεια μπορεί να μας δώσει ένα πολύ καλό αποτέλεσμα συνεργασίας πολλών επιστημόνων. Η ύπαρξη μιας τέτοιας γραμματικής-συντακτικού μπορεί να βοηθήσει στη σύνταξη και σχολικών εγχειριδίων που δε θα αντιφάσκουν μεταξύ τους.
Βασίλης Συμεωνίδης
Σωτήρης Γκαρμπούνης
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου