Τρίτη 31 Μαρτίου 2009

Σωστό και λάθος

Του ασθενούς, ρε, αφού το κάναμε στ’ αρχαία!

Τελικά κύριε ποιο είναι το σωστό, ασχολιόντουσαν, ασχολούνταν ή ασχολούντο; Είναι λάθος που λέω ασχολιόντουσαν;

Ωχ! Εδώ λέει (βιβλίο Β΄ Γυμνασίου της Γλώσσας) ότι τα επίθετα που σημαίνουν τόπο όπως το ορεινός δεν σχηματίζουν παραθετικά. Δηλαδή είναι λάθος όταν λέμε ότι θα χιονίσει στις ορεινότερες περιοχές;

Κύριε λάθος το λένε στην τηλεόραση: τριάμισι και όχι τρεισήμισι χρόνια.

Μεγάλο συχνά το άγχος των παιδιών να προλάβουν ένα λάθος ή να επιβεβαιώσουν το σωστό. Το μανιχαϊστικό αυτό σχήμα το έχουν εμπεδώσει από πολύ νωρίς. Αισθάνονται συχνά πως κρίνονται γλωσσικά και πιο συγκεκριμένα μορφολογικά σε κάθε περίσταση, κυρίως μέσα στο σχολείο και μάλιστα όχι μόνο από τους δασκάλους και τους καθηγητές τους αλλά και από τους συμμαθητές τους, που συχνά τους κόβουν απότομα για να προβάλλουν το σωστό(;) τύπο. Με τι ταυτίζεται όμως ο σωστός τύπος;
Προφανώς είναι ο τύπος που επιβεβαιώνεται από τη γραμματική που διδάσκεται στο σχολείο (δεν εννοώ κατ’ ανάγκη τη Γραμματική Τσολάκη ή Τριανταφυλλίδη αλλά και τα βιβλία της γλώσσας που αλιεύουν τύπους και από άλλες γραμματικές). Κάποιες φορές όμως η νεοελληνική γραμματική ενσωματώνει μορφολογικά στοιχεία της αρχαίας ελληνικής. Αυτό είναι λογικό στις περιπτώσεις που δεν μπόρεσε ή δεν πρόλαβε ακόμα η νεοελληνική να δώσει τους δικούς της τύπους. Εκεί όμως που έχει δώσει θα έπρεπε τουλάχιστον να καταγράφονται ισότιμα. Έτσι τύποι όπως του ασθενή, ασχολιόντουσαν, ορεινότερος δεν εμφανίζονται πουθενά. Και σίγουρα δεν είναι ιδιωματισμοί. Αντίθετα επιλέγονται τύποι όπως εθεωρείτο, ασχολούντο, ασθενούς που είναι σχεδόν ή τελείως άγνωστοι στα παιδιά κι έχουν σαφή πηγή αλλά και προσανατολισμό μια νεκρή εκδοχή της γλώσσας. Επίσης τύποι όπως το ήμασταν μπαίνουν σε παρένθεση, κάτι που μειώνει την αξιοπιστία στη χρήση τους. Έτσι οι μαθητές γρήγορα καταλαβαίνουν πως αυτονόητες για τους ίδιους μορφές λέξεων, δηλαδή αυτές που ανταποκρίνονται στο μηχανισμό και τη χρήση της μητρικής τους γλώσσας, θεωρούνται λανθασμένες από τη γραμματική στο σχολείο, καθώς τις αποσιωπά και με έναν έμμεσο τρόπο κανονίζει το σωστό, με κριτήριο συχνά τη ματιά στο παρελθόν.
Αν όμως δεχτούμε πως αυτοί οι λόγιοι τύποι πρέπει να διδαχθούν επειδή κάποιες φορές συναντιούνται, αναρωτιέμαι γιατί πρέπει να βάζουμε τα παιδιά να τους αναπαράγουν και γιατί δεν προσθέτουμε κι αυτούς που μιλιούνται; Νομίζω πως εδώ απλώς έχουμε μπερδέψει τους στόχους των δύο Γραμματικών, της νεοελληνικής και της αρχαίας. Η αρχαία ελληνική γραμματική οφείλει να είναι ρυθμιστική και κανονιστική γιατί αφορά μια γλώσσα δεδομένη, χρονικά οριοθετημένη και τετελεσμένη από τη στιγμή που η μορφή της δεν υπάρχει στα χείλη κανενός ομιλητή και παραμένει στατική. Αντίθετα η νεοελληνική σχολική γραμματική και η διδασκαλία της νεοελληνικής γλώσσας οφείλει να είναι περιγραφική μια που σχετίζεται με μια γλώσσα ζωντανή και μεταβαλλόμενη και επομένως οφείλει να διαπιστώνει κάθε τόσο χρήσεις που είναι πια καθιερωμένες. Η συνδιδασκαλία από μικρή ηλικία των δύο γραμματικών δημιουργεί τελικά σύγχυση, αφού τόσο οι μαθητές όσο κυρίως οι εκπαιδευτικοί εγκλωβιζόμαστε στις ρυθμιστικές αρχές της αρχαίας ελληνικής γραμματικής και τις προβάλλουμε ως αρχές στη διδασκαλία της νεοελληνικής γραμματικής. Επειδή όμως έτσι ενοχοποιούμε το γλωσσικό αισθητήριο των μαθητών-ομιλητών, τους οδηγούμε στη σιωπή μέσα στην τάξη. Αντίθετα μια γραμματική που περιγράφει χρήσεις καθιερωμένες και δεν επιμένει σε τύπους του παρελθόντος μπορεί να καταπολεμήσει τα συμπλέγματα γλωσσικής κατωτερότητας πολλών παιδιών, ώστε να μάθουν μιλώντας και όχι μόνο γράφοντας ή πολύ περισσότερο αντιγράφοντας τύπους απομακρυσμένους από το μηχανισμό της γλώσσας τους. Μήπως δηλαδή πρέπει να εμπιστευτούμε περισσότερο τους ομιλητές της γλώσσας ώστε να διαπιστώνουμε τις αλλαγές και να μην ορίζουμε εκβιαστικά χρήσεις που τους είναι άγνωστες; Μήπως έτσι απεγκλωβιστούν και από το αίσθημα κατωτερότητας έναντι της αρχαίας ελληνικής ώστε να τη σέβονται, να την προσεγγίζουν από ενδιαφέρον και με δική τους επιλογή, χωρίς να αισθάνονται πως ορίζει και ρυθμίζει τη δική τους γλώσσα;

Σωτήρης Γκαρμπούνης

7 σχόλια:

Βασίλης Σ είπε...

Συμφωνώ Σωτήρη, φυσικά συμφωνώ.

Έχουν τόση ζωντάνια τα περιστατικά όπως αυτά που καταγράφεις στην αρχή του κειμένου. Και είναι τόσο καθημερινά!

Προσθέτω ένα περιστατικό.

Προχθές, μαθήτρια της Α΄ Λυκείου ανέφερε πόσο, για μέρες, η δασκάλα τους στην έκτη δημοτικού επέμενε να τους βάζει να λεν και να γράφουν: «χθες ήμαστε». Μα δεν το καταλαβαίνουμε εμείς αυτό κυρία, εμείς λέμε «χθες ήμασταν». Και η δασκάλα επέμενε... Φυσικά δεν αλλάζει την πορεία της γλώσσας, αλλάζει όμως, ίσως, λίγο την πορεία των μαθητών της...

Μου συγχωρείς μια απορία για το σημείο του κειμένου σου: αφορά μια γλώσσα δεδομένη, χρονικά οριοθετημένη και τετελεσμένη. Οι αναδιπλασιασμοί στις μετοχές είναι δική σου γραπτή ιδιόλεκτος ή σκόπιμο σχόλιο;

sogar είπε...

Όσον αφορά το δεδομένη όντως ανήκει στην ιδιόλεκτό μου. Το τετελεσμένη όμως το επέλεξα γιατί μου θυμίζει θάνατο από τη γνωστή χριστιανική φράση.

Χριστίνα Παπαγγελή είπε...

Πολύ καίρια, όντως, τα παραδείγματα από το σχολείο και συμφωνώ με τη γενικότερη φιλοσοφία, sogar, αν και δε με εκφράζει η έκφραση "ενοχοποιούμε το γλωσσικό αισθητήριο των μαθητών-ομιλητών, τους οδηγούμε στη σιωπή μέσα στην τάξη".Στη σιωπή οδηγούνται κυρίως από χίλιες άλλες δυο αιτίες.

Όσο για το "δεδομένος", και το "τετελεσμένος", νομίζω ότι είναι πολύ "διαδεδομένοι" τύποι και δεν αποτελούν στοιχεία ιδιολέκτων. Επειδή όμως δεν έχω ασχοληθεί σε τόσο βάθος, θα μπορούσατε να μου πείτε με ποιους τύπους θα "έπρεπε" να τους λέω, ώστε να μην ενοχοποιείται το γλωσσικό μου άισθημα; σ'αυτούς τους τύπους υπάγονται και πιο διαδεδομένοι ακόμα, όπως "συγκεκριμένος", διατεθειμένος" κλπ.; τι λέει η περιγραφική γραμματική περί τούτου;

Σωτήρης Γκαρμπούνης είπε...

Γεια σου Χριστίνα. Σ' ευχαριστώ για το ενδιαφέρον που έδειξες για το κείμενο. Έχεις απόλυτο δίκιο ότι οι αιτίες της σιωπής είναι πολλές. Το πιστεύω και το υποστηρίζω. Ήθελα μόνο να αναδείξω μια παράμετρο που κατά τη γώμη μου θεωρείται αμελητέα. Δεν νομίζω πως πρέπει να αφαιρέσουμε ως αιτία τη μορφή της γλώσσας μέσα στη σχολική αίθουσα. Λειτουργεί πολλές φορές δεσμευτικά για τα παιδιά. Νομίζω δηλαδή πως η προτίμηση, για παράδειγμα, της παπαγαλίας δεν οφείλεται μόνο στην επιδίωξη μιας υποτιθέμενης ακρίβειας αλλά και επειδή δεν τους μαθαίνουμε να έχουν εμπιστοσύνη στο γλωσσικό τους αισθητήριο. Ας σκεφτούμε πόσες φορές και στο γραπτό και στον προφορικό λόγο σπεύδουμε να διορθώνουμε διακόπτοντας τη σκέψη των παιδιών με στόχο την επαναφορά του λόγου στη σχολική νόρμα. Ακόμη κι όταν η περίσταση δεν το απαιτεί.
Στη δεύτερη ένστασή σου νομίζω πως παρεξήγησες. Φυσικά η ευθύνη μιας παρεξήγησης βαρύνει αποκλειστικά το κείμενο και όχι εσένα. Να ξεκαθαρίσω πως, απ' όσο ξέρω, ιδιόλεκτος είναι η γλώσσα του καθενός που δίνει και στον προφορικό και στον γραπτό του λόγο συγκεκριμένο ύφος. Ότι υπάρχουν εναλλακτικές διατυπώσεις νομίζω πως είναι σαφές π.χ. δοσμένος ή συντελεσμένος. Μου αρέσει η ειρωνική σου διάθεση και γι' αυτό δεν την παρεξηγώ. Απαντώ λοιπόν, όχι ως ειδικός αλλά ως προβληματισμένος φιλόλογος, πως το ζητούμενο δεν είναι να καθορίζουμε χρήσεις αλλά να υπάρχει η δυνατότητα να επιλέγουμε χρήσεις. Το χειρότερο για μένα είναι να ορίζω το σωστό με βάση τον γλωσσικό μου μικρόκοσμο και να θέλω να αυγατίζουν Γκαρμπούνηδες. Κανείς μας δεν έχει ενοχοποιημένο γλωσσικό αίσθημα. Το αντίθετο συμβαίνει με μας τους φιλολόγους δυστυχώς. Θεωρούμε τον εαυτό μας επαρκή γιατί ξέρουμε απλώς κάποιους λόγιους τύπους. Πόσο μάλλον εμείς του κλασικού που το κοκορευόμαστε κιόλας!

Vasilis Simeonidis είπε...

Να διευκρινίσω ότι η ελαφρώς προβοκατόρικη ερώτηση μου για τους διαδοχικούς αναδιπλασιασμούς δεν είχε αξιολογικό χαρακτήρα.
Νομίζω ότι δεν υποκρύπτεται κάτι τέτοιο στη διατύπωσή της.

Τώρα θα μου επιτρέψεις ένα λογοπαικτικό σχόλιο:

δεν ξέρω αν αυγατίζουν Γκαρμπούνηδες, αλλά κάτι μου λέει ότι και το τρίτο σας θα είναι (Γ)καρμπονάκι.

Χριστίνα Παπαγγελή είπε...

Πολύ ξεκάθαρη και αναλυτική η απάντησή σου, Σωτήρη.Συμφωνώ στο ότι οδηγούμε στη σιωπή τους μαθητές, γιατί βασικά δεν τους δίνουμε το λόγο, δεν κάνουμε διάλογο, σαφώς γιατί τους διορθώνουμε συνέχεια, και φυσικά γιατί μονοπωλούμε την προσοχή τους. Επίσης, γιατί είναι πολύ λίγοι οι άνθρωποι, ακόμα και δάσκαλοι, που αντέχουν να κρατά κάποιος άλλος τον λόγο και να μην τον διακόπτουν.
Όσο αφορά τις μετοχές με αναδιπλασιασμό, απ' ό,τι κατάλαβα τις αποδέχεσαι ως εναλλακτικούς τύπους, αλλά λες ότι ο καθένας μπορεί στην ιδιόλεκτό του να χρησιμοποιήσει εναλλακτικά ανάλογα με το ύφος που θέλει να προσδώσει, καλά κατάλαβα;

Σωτήρης Γκαρμπούνης είπε...

Πολύ καλά κατάλαβες και χαίρομαι ιδιάιτερα γι' αυτό.